Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Γιορτές και κάλαντα εκείνα τα παλιά, τά ευλογημένα χρόνια…






Οί μέρες αυτές σημαδεύτηκαν από ένα μεγάλο κακό των ανέμων και της θάλασσας. Αλλά και της ανευθυνότητας κάποιων αρμοδίων της ναυτιλίας μας.

Έγραψαν τόσα πολλά άλλα εξειδικευμένα blog και site πού θα γίνουμε βαρετοί αν κι΄ εμείς αρχίσουμε να επαναλάβουμε τά ίδια. Κανείς δεν το περίμενε αυτό το κακό και όμως συνέβει…Πρωτόγονες σκηνές διαδραματίστηκαν πάνω στο δίδυμο «πύρ και θάλασσα». Έλειπε βέβαια «η γυνή» αλλά το «μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» , μπρός φωτιά και πίσω θάλασσα τα λέει όλα…Άς ευχηθούμε μόνο, τέτοια λάθη ανεπίτρεπτα σε μια τέτοια εποχή να μη ξαναγίνουν…Λυπήθηκε ο καλός Θεός όλους αυτούς τους τρομαγμένους, βρεγμένους, φοβισμένους ταξιδιώτες και δεν επέτρεψε τον ολοσχερή αφανισμό τους στον βυθό της θάλασσας μέρες της Γέννησής Του πού πρίν λίγες μέρες γιορτάσαμε..Άς τον ευχαριστήσουν λοιπόν όχι μόνο αυτοί πού διασώθηκαν αλλά και όσοι άλλοι και άλλες ψυχές ενδιαφέρθηκαν και προσευχήθηκαν για την διάσωση γνωστών, ή και άγνωστων ακόμη αδελφών τους….
VIDEO:




---------------------------------------

« Να τά πούμε; Μάς τάπανε άλλοι…»

Κάπως έτσι σύμφωνα με τον τίτλο, τις περισσότερες φορές «απογοητευτικά», εκτυλίσσεται ο διάλογος του «αφεντικού - σπιτονοικοκύρη» με τά παιδιά των καλάντων πού στο πρόσωπό τους αντικρύζουμε το χθεσινό δικό μας πρόσωπο. Ένα πρόσωπο μιάς άλλης εποχής πιο φιλάνθρωπης αλλά και πιο άνετης απ΄ αυτή πού ζούμε σήμερα, και πού όλους μας, μας έχει κάνει λίγο ή πολύ τσιγκούνηδες…

Εκείνη την εποχή λοιπόν πηγαίναμε πόρτα – πόρτα και μαγαζί
-«Nα τα πούμε»;
-«Nα τα πείτε»,
μας αποκρίνονταν.
Kι εμείς τα λέγαμε συνεχίζοντας, εν αγνοία μας, μια παλιά, προχριστιανική παράδοση. «Xριστός γεννάται». Nέο κρασί σε παλιούς ασκούς.
Πηγή:  http://patrablog.blogspot.com 
Mπορεί τα κάλαντα να πήραν την ονομασία τους από τις ρωμαϊκές καλένδες αλλά την καταγωγή τους την έλκουν από την ομηρική εποχή κι άσε τους όψιμους θιασώτες της ασυνέχειας να σκανδαλίζονται με την μορφολογική συνέχεια και το ήθος της ημετέρας εμπειρίας.«Nα τα πούμε»; …


Tα λέγαμε ακέρια. Oλόκληρα. Aπό την αρχή ίσα με το τέλος. Iστορούσαμε το γεγονός και λέγαμε και παινέματα στους νοικοκυραίους. «Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε πέτρα να μην ραγίσει». Ξυπνάγαμε αξημέρωτα. Nτυμένοι βαριά με σκούφους και κασκόλ, που θα μας φύλαγαν από το πρωινό κρύο.
Παιδιά της Aθήνας εμείς γυρνάγαμε στα χωριά των γονιών μας κι ανακαλύπταμε συγγενείς και φίλους. Άλλα κάλαντα στην Ήπειρο, άλλα στην Πελοπόννησο.

Mαθαίναμε γρήγορα κι όταν μπερδευόμαστε είχαμε την συμπάθεια των ακροατών μας. Eκ γενετής εσωτερικοί πρόσφυγες. «Tίνος είστε εσείς;», μας ρώταγαν όσοι δεν μας ήξεραν. Mας έβαζαν σπίτι τους -όχι στην εξώθυρα.
«Βρέ, πώς μεγαλώσατε έτσι;». Kαι μας μπούκωναν γλυκά κι ευχές. Mας χαρτζιλίκωναν κι από το υστέρημά τους. Δεν είχαν έρθει ακόμη οι επιδοτήσεις κι ο κόσμος τότε στα χωριά ζούσε από την δουλειά του κι όχι από την επιδότηση της αεργίας του. Δεν μας ένοιαζαν όμως τα λεφτά. Mας έφταναν τα χάδια στις κουρεμένες κεφαλές μας. Γυρνάγαμε όλο το χωριό κι όταν τελειώναμε κάναμε ταμείο για ν’ αγοράσουμε δώρα για τους δικούς μας -όχι δικά μας.

Στο σχολείο και στο σπίτι μας μάς μάθαιναν ότι υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν τις γιορτές όσα εμείς, κι έπρεπε να τα νοιαστούμε. Kαι τα νοιαζόμαστε. Kαι δίναμε και σε παιδιά λιγότερο τυχερά από εμάς. Στα φτωχά χωριά μας πάντως δεν υπήρχαν επαίτες -ίσως να μην υπήρχαν και άνθρωποι μόνοι τους. Για όσους θα μας έδιωχναν ξέραμε δίστιχα που ποτέ όμως δεν χρειάστηκε να πούμε.

Tις χρονιές που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε στους γενέθλιους τόπους των γονιών μας τα λέγαμε στην Aθήνα. «Nα τα πούμε»; Mας κοιτάζαν από το «ματάκι» της πόρτας. «Nα τα πείτε».
Tα λέγαμε κολοβά. Mας έβαζαν και κάποια κέρματα στο χέρι κι όξω από την πόρτα. Oύτε χάδια, ούτε γλυκά, ούτε κουβέντες, ούτε ευχές. Δεν κακοκαρδιζόμαστε όμως. Ήταν Xριστούγεννα. «Aυτές οι μέρες το ’χουνε κι αυτές οι εβδομάδες/ να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίροντ’ οι μανάδες».Kάθε χρόνο λιγοστεύουν τα κάλαντα, λιγοστεύουν και οι καλαντιστές. Kι αυτοί που τα λένε, τα λένε δίχως μετοχή. Tα λένε μόνο για τους φιλοδωρήσεις. Mε κοιτούν απορημένοι που δεν τους διακόπτω. Σταματούν. Δεν ξέρουν παρακάτω. «Yπάρχει κι άλλο», με ρωτούν.
Παλιά υπήρχε. Tώρα δεν υπάρχει.Παλιά υπήρχαν ενορίες, δηλαδή κοινότητες. Tώρα δεν υπάρχουν. Παλιά υπήρχαν γιορτές. Tώρα δεν υπάρχουν. Tώρα υπάρχουν happenig. Kαι σε αυτά τα happening δεν χρειάζονται παιδιά που να τα λένε, γιατί τα παίζουν τα cd.

Σταμάτησα να τα λέω στα δεκατρία μου
. Eίχα μεγαλώσει. Zήλευα όμως τους μικρούς που συνέχιζαν. Tώρα γίναν τα δικά μου παιδιά καλαντιστές. Tα λένε στην πολυκατοικία και συνοδεία ενηλίκου στην γειτονιά και στους συγγενείς. Aλλάξαν οι εποχές και πού να τα αφήσεις να γυρνούν μέσα στην πόλη μόνα τους.
«Nα τα πούμε», ρωτάνε.
«Mας τα παν άλλοι», τους αποκρίνονται.


Στεναχωριούνται για λίγο αλλά συνεχίζουν. Nα πάμε και λίγο πιο κάτω, παρακαλούν.
Πιο κάτω είναι τα στολισμένα καταστήματα, η αγοραία χαρά, η υποχρεωτική κατανάλωση μιας παράδοσης που εκφυλίζεται σε καταναλωτική υστερία. Πιο κάτω είναι τα πάμφωτα, δίχως Xριστό, Xριστούγεννα ( και η δίχως πραγματικό Άγιο Βασίλειο, πρωτοχρονιά ! ).του Θεόδωρου Παντούλα
πηγή


==========================================
Αφεντικά, μισθωτοί και μεροκαματιάρηδες...

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

 «Πρόσεξε, μάς λέγανε οί γονείς μας,ότι δουλειά καί να κάνεις να προσπαθείς νά είσαι πάντα αφεντικό. Να μην έχεις κανέναν στο κεφάλι σου. Να έχεις ένα μαγαζάκι και ας είναι τσαγκαράδικο ή μπακάλικο. Να δουλεύεις και να βγάζεις περισσότερα από έναν μεροκαματιάρη».

Αυτά τα λόγια έλεγαν στα παιδιά τους οι Φλωρινιώτες του κέντρου της πόλεως. Συμβουλές που τις πραγματοποιούσαν οι νέοι. Τα ίδια λόγια έλεγαν και αυτοί στα παιδιά τους. Αιώνες έλεγαν τα ίδια λόγια. Λόγια σοφά, αφού τους εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Από ένα μαγαζάκι ζούσε όλη η οικογένεια: οι γέροι, οι νέοι και τα παιδιά.  

Στην εποχή των παππούδων μας δεν υπήρχε καμία κρατική οικονομική υποστήριξη. Δεν υπήρχαν συντάξεις.
Οι άνθρωποι αυτοί έζησαν το φεουδαλικό οθωμανικό σύστημα με τα χαράτσια του. Μετά το 1912, πλήρωναν τους φόρους που επέβαλαν οι ελληνικές φιλελεύθερες δημοκρατίες και κατά καιρούς και οι δικτατορίες. Είχαν μάθει να βγάζουν χρήματα χωρίς να απαιτούν τίποτε από την κυβέρνηση. Ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες και αφεντικά.

Ο έμπορος είχε το κατάστημά του, ο τεχνίτης το εργαστήριο του, ο ξενοδόχος το ξενοδοχείο του, ο γεωργός τα χωράφια του και ο κτηνοτρόφος τα κοπάδια του.Τα παιδιά των παππούδων μας δεν μάθαιναν πολλά γράμματα. Τελείωναν το δημοτικό σχολείο και δούλευαν στα μαγαζιά τους. Τότε βέβαια δεν υπήρχε η σημερινή νομοθεσία, που απαγορεύει την παιδική εργασία. Δωδεκάχρονα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι και στρώνονταν στην δουλειά για να μάθουν τέχνη.

Στην αρχή ήταν τσιράκια, μετά γίνονταν καλφάδες και μερικά χρόνια μετά την στρατιωτική τους θητεία γίνονταν μάστορες και άνοιγαν δικά τους εργαστήρια. Ήταν τιμή τους να είναι αφεντικά, κι ας ήταν τσαγκάρηδες.
Το ίδιο συνέβαινε και με τα παιδιά των γεωργών και κτηνοτρόφων. Μετά το δημοτικό σχολείο και αυτά τα παιδιά ασχολιόταν αποκλειστικά με αγροτικές δουλειές. Όλοι ζούσαν από τις σοδιές του κάμπου και τα κοπάδια και τα ξύλα των βουνών.Οι εργάτες δεν είχαν σταθερή δουλειά. Εργάζονταν όπου έβρισκαν. Οι αποδοχές τους ελάχιστες. Καμία εξουσία δεν νοιαζόταν για αυτούς.

Μόνο η εκκλησία τους βοηθούσε με λίγα τρόφιμα. Η κρατική βοήθεια ήταν ανύπαρκτη. Όμως με τον ερχομό των πρώτων προσφύγων, ο Δήμος Φλώρινας στάθηκε αρωγός προς αυτούς, καθώς υπήρξε έλλειψη τροφίμων.  Τότε κάπως άρχισε να λειτουργεί πιο οργανωμένα η κοινωνική πρόνοια. Λίγο πριν και λίγο μετά το 1930, το κράτος άρχισε να χτίζει τους συνοικισμούς των προσφύγων. Τότε για πρώτη φορά το κράτος έδωσε σπίτια στους άστεγους πρόσφυγες.
 

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι Φλωρινιώτες δεν γίνονταν δημόσιοι υπάλληλοι του οθωμανικού κράτους. Αλλά και μετά την απελευθέρωση του 1912, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν από την νότια Ελλάδα. Ο Φλωρινιώτης είχε μάθει να ζει με τις δικές του δυνάμεις.
Οι φτωχοί ζούσαν πολύ φτωχικά. Ενώ οι έμποροι και οι τεχνίτες κέρδιζαν από τα μαγαζιά τους διπλάσια και τριπλάσια, από τον μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, που ήταν ντυμένοι με «κουστούμια από ρετσίνα», όπως έλεγαν υποτιμητικά γι αυτούς. Η ρετσίνα ήταν ένα φθηνό ύφασμα.
Μετά την δεκαετία του 1940, που ήταν δεκαετία πολέμων, ο κόσμος άλλαξε. Η κομμουνιστική ιδεολογία, με την έννοια του κράτους, είχε περάσει σε όλους, σε φτωχούς και πλούσιους, σε αριστερούς και δεξιούς.
Οι Φλωρινιώτες άρχισαν να ασφαλίζονται, για σύνταξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η κοινωνική πρόνοια για τους φτωχούς ενισχύθηκε με την αμερικανική βοήθεια. Ο κόσμος άρχισε να συνέρχεται από τις καταστροφές των πολέμων με την βοήθεια του κράτους. Μεταπολεμικά άλλαξαν όλα, ακόμη και οι αντιλήψεις στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου.

Στην δεκαετία του 1950, άρχισε πλέον να φαίνεται ότι οι γνώσεις του δημοτικού σχολείου δεν επαρκούσαν σε έναν κόσμο που μεταβαλλόταν. Οι μαθητές του γυμνασίου αυξάνονταν, καθώς με το απολυτήριο του εξαταξίου γυμνασίου έβρισκαν καλοπληρωμένες δουλειές.
Μετά το 1960, το σχολείο ήταν πια «κεφάλαιο». Η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν το όνειρο κάθε μαθητή. Και γιατί να μην ήταν; Δουλειές υπήρχαν. Ένα πτυχίο πανεπιστημίου σου εξασφάλιζε εργασία με καλό μισθό και κοινωνική θέση.
Και όσο το εκπαιδευτικό μας σύστημα ήταν επιλεκτικό, το σχολείο βρισκόταν σε καλό επίπεδο. Μετά το 1980, το σχολείο έπαψε να είναι επιλεκτικό και χαλάρωσε σε τέτοιο βαθμό, που να δίνει τίτλους σπουδών χωρίς αντίκρισμα γνώσεων. Τα παιδιά από τα χωριά έφυγαν στις πόλεις επηρεασμένα από τα λόγια των δασκάλων: «διαβάστε γιατί αλλιώς τσομπάνηδες θα γίνετε». Τα παιδιά της πόλης παράτησαν τα οικογενειακά μαγαζιά τους.

Όλοι στράφηκαν στις σπουδές, σε μια εποχή που τα πτυχία «δίνονταν με την σέσουλα».Τα βουλευτικά γραφεία έγιναν γραφεία ευρέσεως εργασίας. Όλοι αναζητούσαν μια θέση στο Δημόσιο, με προσόντα κάποιο πτυχίο, που απέκτησαν χωρίς κόπο. Οι βουλευτές διόριζαν με αντάλλαγμα τις ψήφους. Αυτές οι πελατιακές σχέσεις κατάστρεψαν την δημοκρατία, για άλλη μια φορά.Και όταν πλούτισε η χώρα με δανεικά χρήματα, όλοι σχεδόν ήταν επιδοτούμενοι από το κράτος. Δημιουργήθηκε λοιπόν κενό στις χειρονακτικές εργασίες. Η λύση βρέθηκε.

Ήρθαν οι αλλοδαποί να εργαστούν, αφού τα δισέγγονα των παππούδων μας συνέχιζαν να σπουδάζουν μέχρι τα τριάντα τους χρόνια και βάλε.Όλοι είχαν χρήματα χωρίς να εργάζονται ή τουλάχιστον να καταναλώνουν περισσότερα από αυτά που κέρδιζαν. Καταναλωτισμός και καλή ζωή δημιούργησαν μια κοινωνία χωρίς αξίες.
Οι περισσότεροι γάμοι οδηγούσαν στα διαζύγια. Ο θεσμός της οικογένειας έγινε πολύ χαλαρός στα νέα ζευγάρια. Η διαφθορά πλέον έγινε φανερή σε όλους τους τομείς. Και όταν εμφανίστηκε η οικονομικής κρίση, κατέρρευσαν οικονομικά όλοι όσοι δεν κράτησαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Πόσο άλλαξε η πόλη μας από τον καιρό των παππούδων μας μέχρι τα δισέγγονά και τρισέγγονα τους! Και όμως αυτοί είχαν να μας διδάξουν πολλά, γιατί αυτοί κατάφεραν και κράτησαν όλες τις ισορροπίες και στην οικογένειά τους και στην κοινωνία. Σήμερα σε μια χαλαρή κοινωνία όλοι περιμένουν από το κράτος. Όλοι θέλουν να είναι κρατικοδίαιτοι και επιδοτούμενοι.


Όμως οι καιροί  άλλαξαν. Οικονομική κρίση και ανεργία.
Οι σπουδές και τα πτυχία δεν ανοίγουν πια νέους επαγγελματικούς δρόμους. Το τοπικό εμπόριο δεν εξασφαλίζει επαρκή εισοδήματα, και οι τέχνες χάθηκαν και αυτές. Ξένοι επενδυτές εισπράττουν τα χρήματά μας και τα επενδύουν αλλού.  Όλα αυτά είναι κακοί οιωνοί για το μέλλον της περιοχής μας.
Δημήτρης Μεκάσης
News





Δεν υπάρχουν σχόλια: