
«Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν...» (επιστολή Αποστόλου Παύλου προς Ἐφεσ. 5,16)
Οἱ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, ἐκτιμοῦν τὴν ἀξία τοῦ χρήματος. Ἀλλὰ τὴν ἀξία τοῦ χρόνου πόσοι τὴν ἐκτιμοῦν ὅπως πρέπει;
Καὶ ὅμως ὁ χρόνος, ποὺ τρέχει ἀσταμάτητα, σὰν τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ, καὶ μᾶς φέρνει γρήγορα ἀπὸ τὴ νηπιακὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία, κι ἀπὸ τὴν παιδικὴ στὴν ἐφηβικὴ κι ἀπὸ τὴν ἐφηβικὴ στὴν ἀνδρικὴ κι ἀπὸ τὴν ἀνδρικὴ στὴ γεροντικὴ καὶ τέλος μᾶς ἁρπάζει καὶ μᾶς ῥίχνει στὴν αἰωνιότητα, εἶνε πολύτιμος. Εἶνε χρῆμα ἀνεκτίμητο. Ἀξίζει ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπὸ βουνὰ χρυσοῦ.
Καὶ ἂν τώρα δὲν ἐκτιμοῦν τόν χρόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸν ἀφήνουν καὶ διαρρέει ἄσκοπα, μὴν ἀμφιβάλλετε, ὅτι θά ᾽ρθῃ καιρὸς ποὺ θὰ κλάψουν πικρὰ γιὰ τὸ χαμένο χρόνο, καὶ θ᾽ ἀναζητήσουν λίγο καιρό, λίγες μέρες, λίγες ὧρες –τί λέω–, λίγα λεπτά, μὰ δὲν θὰ τὰ ἔχουν...
Ὁ χρόνος φεύγει ἀνεπιστρεπτεί, σὰν τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ ποὺ δὲν γυρίζει πίσω. Καὶ ὅμως πόσο ἀπερίσκεπτα τὸν μεταχειρίζονται σήμερα οἱ ἄνθρωποι!
* * *
Κάποτε, λένε, καθώς ἄνοιξε τὸ παράθυρο ἑνὸς ἀρχοντικοῦ, βγῆκε από μέσα κάποιος ποὺ κρατοῦσε ἕνα σάκο γεμᾶτο χρυσᾶ νομίσματα κι ἄρχισε ἕνα – ἕνα νὰ τὰ πετάῃ ἔξω, μέχρι ποὺ τὰ ἔρριξε ὅλα κι ὁ σάκος ἄδειασε. Ἔτρεξε κόσμος καὶ μάζευε τὰ νομίσματα…Τί εἶχε συμβῆ· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε τρελαθεί καὶ δὲν ἤξερε τί κάνει.
Σπάνιο, πολὺ σπάνιο, θὰ πῆτε, νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ τὸ σπάνιο, ἄνθρωπος ποὺ παραφρονεῖ καὶ πετάει τὰ χρήματά του καὶ γελάει καὶ διασκεδάζει, αὐτὴ ἡ ἀπίθανη περίπτωσι, εἶνε παράδειγμα – εἰκόνα θα λέγαμε μιᾶς πραγματικότητος στὴν ὁποία ζῇ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος...
Δὲν εἶνε βέβαια ὅλοι αὐτοὶ παράφρονες, εἶνε λογικοί. Καὶ ὅμως αὐτοὶ οἱ λογικοί, ποὺ δὲν ἀποκλείεται νά ᾽νε καὶ ἐπιστήμονες καὶ μάλιστα διεθνοῦς φήμης, διαπράττουν μιὰ ἀφροσύνη χειρότερη ἀπὸ τοῦ παράφρονος ποὺ παραπάνω εἴπαμε...