Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Έτσι, μ΄ αυτά και με τα άλλα, χάσαμε τον Χριστό από τα Χριστούγεννα !





Τά φετινά Χριστούγεννα για τους περισσότερους ανθρώπους θα εξελιχθούν όπως σχεδόν κάθε χρόνο, σε δυό μέρες αργίας και μια βδομάδα βόλτας και περιεργείας...

Πότε στα Sprider, πότε στά Jumbo, στά Πράκτικερ, στα Άλφα Βήτα, Careffour, ΙΚΕΑ...άντε και στο κέντρο της Πάτρας και στο χιονισμένο χωριό στο λιμάνι πού τελευταία μας προέκυψε…

Χριστούγεννα εδώ, Χριστούγεννα εκεί, άντε Χριστούγεννα και παραπέρα...

Χριστούγεννα των πολυεθνικών, των διαφημίσεων, των ουϊσκυ και των ποτών, της Vodafon, της Cosmote, των κινητών, και των αγορών...

Αναρωτιέμαι όμως !

Χριστούγεννα Ελληνικά και γνήσια των Ορθοδόξων Χριστιανών θα δούμε πουθενά άραγε;

Κάποτε βρε αδερφέ, ακούγαμε και κανένα «Καλά Χριστούγεννα» να λέει ο κόσμος, ή βλέπαμε και ένα ξενόγλωσσο έστω «
Merry Christmas»  στις βιτρίνες….

Τώρα, τίποτα ! 

Άκρα του τάφου σιωπή, γνόφος και άχνα σε όλα…

Να φταίει η Κρίση; 

Να φταίει η ανέχεια; 

Ζήσαμε και μέρες Γερμανικής Κατοχής, ξέρουμε απ΄ αυτές τις αναποδιές της ζωής και της Ιστορίας, και δεν θα τόλεγα…

Αυτό πού συμβαίνει τα τελευταία χρόνια κι΄ έχει σχέσει με τις άχρωμες και ψόφιες μεγάλες γιορτές μας εχει μέσα του και κάποιο θεολογικό παράδοξο !








Κανένας λοιπόν δεν θέλει να πει «καλά Χριστούγεννα» λές και μας κάνει τζίζζζζ… η λέξη « Χριστούγεννα», αλλά μόνο «ΚΑΛΕΣ  ΓΙΟΡΤΕΣ» ακούμε, καί κάτι άχρωμα και άτονα «Χρόνια Πολλά»  πού  βλέπουμε, βασανισμένα κι΄ αυτά, να παραμένουνε σε κάποιες βιτρίνες …


-- Άκου τώρα...νά λέμε « ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ»,  μας έλεγε ο  φίλος ο Θανάσης, καλή του ώρα κι΄ αυτουνού όπου κι΄ αν βρίσκεται!

Φιλόσοφος λαϊκός και «περιωπής» στους αντίστοιχους κύκλους  ο  φίλος ο Θανάσης και με τα όλα του μάλιστα πάνω και στα θεολογικά, και χωρίς να μασάει τα λόγια του διατύπωνε ευθαρσώς τις σκέψεις του ότι «…το φαινόμενο αυτό δεν εξηγείται αλλιώς μια και τα τελευταία χρόνια έχει μπερδικλώσει έτσι τα πράγματα ο διάβολος, μη θέλοντας  ν΄ ακούγεται πουθενά το όνομα του Χριστού κι΄ έχει εφεύρει τά λεγόμενα «Χρόνια Πολλά» και τις «Καλές γιορτές»  πού σαν ψιτακοί και παπαγάλοι κι΄ εμείς οι περισσότεροι  σήμερα παπαγαλίζουμε…

-- Δηλαδή Θανάση μου, να μη λέμε Χρόνια πολλά ; τον ρώτησα μια μέρα λίγο φοβισμένος.

--«Άκου να δείς, μού είπε. Ευχόμαστε ο ένας στον άλλο να ζήσουμε Χρόνια Πολλά;   

Και τι δουλειά έχουν όλες αυτές οί ευχές μέσα στις μεγάλες γιορτές; 

Επιτέλους πές μου, τον Χριστό γιορτάζουμε ή τους εαυτούς μας κι΄ έχουμε διαγράψει εντελώς το όνομά του ! Και είναι αυτά Χριστουγεννιάτικες ευχές; Άντε απ΄ εδώ τώρα..»

«Και θα σού πώ και κάτι άλλα ακόμη», συμπλήρωσε ο φίλος ο Θανάσης.

«…Πράγματι λοιπόν, το τι δουλειά έχουν τά «Χρόνια Πολλά» , με τις γιορτές τών Χριστουγέννων και την Γέννηση του Χριστού,  δεν βρήκα άνθρωπο μέχρι σήμερα σωστά να μού εξηγήσει ! 

Άλλο ζητούμενο και περίεργο αυτό!












Κατέληξα λοιπόν σε κάποιες άλλες προσωπικές σκέψεις…

Μήπως λοιπόν επειδή διώξαμε και «δραπετεύσαμε» τον Χριστό πρώτα πρώτα μέσα από τις καρδιές μας, έφυγε ακολούθως ( και μάλλον τον διώξαμε εμείς ) και από τις γιορτές μας;

Και τι σόϊ Χριστούγεννα κάνουμε αφού εκείνο πού μάς ενδιαφέρει περισσότερο είναι το πώς να βρούμε ένα καλό γαλί, ένα χοιρινό τροφαντό, άντε ίσως καί κανένα κοκόρι !

Και είναι όλα αυτά Χριστούγεννα;

Το σώμα θα το ταϊσουμε, θα το γλεντήσουμε, θα το ευχαριστήσουμε…

Την ψυχή όμως τί θα την ταϊσουμε;

Πώς θα γιορτάσουμε λοιπόν τα Χριστούγεννα ενθυμούμενοι την μέρα πού ο Χριστός γεννήθηκε για να μας σώσει από τις προαιώνιες αμαρτίες μας;

Θα τον γιορτάσουμε τρώγοντας και πίνοντας και αυτό είναι όλο;

Μήπως χθές και προχθές πάλι φαϊ και μάσσα δεν είχαμε;

Θάλεγα λοιπόν, κατέληξε ο Θανάσης,  ότι επειδή μέχρι σήμερα, ζούσαμε κάθε χρόνο τα κοσμικά Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα της Παγκοσμιοποίησης, τα Χριστούγεννα των αγορών, ότι εφέτος, άς ακολουθήσουμε αυτή την μιά και μοναδική ευκαιρία πού έστω και μέσα στις ελλείψεις της μας ταλαιπωρεί, ώστε να αισθανθούμε τα πραγματικά Ορθόδοξα Χριστούγεννα !

Μιά καί γιά τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, μ΄ έναν μυστηριώδη και ακατάληπτο τρόπο ο  Χριστός γεννιέται μέσα στις ψυχές αυτών που τον αγαπάνε…

Γεννιέται  και φέρνει χαρά, φέρνει ευτυχία, φέρνει ελπίδα  και ευλογία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανθρώπινη κρίση…

Κι΄ ακόμη, για όσους τιμούν και σέβονται αυτή την Μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων, για όσους προσέρχονται όχι ως εγωϊστές « καβάλλα πάν στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε…», αλλά ως μετανοημένοι αμαρτωλοί και ειλικρινά Εξομολογημένοι καί πάνε να κοινωνήσουν Σώμα και Αίμα Χριστού,  τότε γι΄ αυτούς «βρέχει χάρη» και ευλογία ο Θεός από τους ουρανούς πάνω στις απλές ψυχές τους…

Και γίνεται αυτό επάνω τους αντιληπτό …» όπως μας έλεγαν και οί παλαιοί πού ξέρανε και ζούσανε αυτά τα μυστηριώδη για τον πολύ κόσμο θέματα…

Αυτή λοιπόν τήν επιπρόσθετη της οικονομικής κρίσης ευκαιρία, άς την δούμε με άλλο μάτι ώστε να περάσουμε κάπως κι΄ εμείς σαν τα «Χριστούγεννα στην σπηλιά» του Φώτη Κόντογλου, ή και του κύρ Αλέξανδρου του Παπαδιαμάντη τα ανάλογα πεζογραφήματα…

Και άς ζήσουμε τα φετινά Χριστούγεννα απλά, πνευματικά, ευλογημένα καί ταπεινά όπως ποτέ άλλοτε ίσως δεν τά ζήσαμε…» είπε τελειώνοντας.

Μ΄ έβαλε σε σκέψεις είναι αλήθεια, αυτή η σοβαροφανής κατά τα άλλα θεωρία του Θανάση, οπότε και δικαίως αναρωττήθηκα:

«Ρέ μπάς και έχει δίκιο ο Θάνος;»

Άς δούμε όμως και κάτι σχετικό ακόμη…

  «Χριστούγεννα στη σπηλιά»
==========================


Παραμονές Χριστουγέννων του 19…

Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δέν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές.
Καμιά βδομάδα ο καιρός καλοσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωΐ ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].





 

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. 

Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού.

Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!

Είχε και δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια και πού να βλέπανε κανέναν άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. 

 Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα - νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. 

Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι.

Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θά 'τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά 'τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους.

Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει.
Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.
 
«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.


«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια - Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι.

Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας... Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!

Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο.

«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»
Μα ο Φλοξ από την τρομάρα του τρύπωνε πιό βαθιά.


Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι.

Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.

Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' - Απόστολο με τον μούτσο.


Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο...», φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα!

Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»!

Χα! Χα! Χα!» - γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε και καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ - Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του:

«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ - Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:
 
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.

Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. 

Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. 

Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. 

Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου»

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

30 Noεμβρίου, « Απόψε είδα όνειρο τον Άγιο Ανδρέα ! Τι μού είπε…» ( επανάληψη )

 




Συζητώντας με φίλους λίγες μέρες πρίν, κάποιος απ΄ αυτούς είπε μερικά βαθυστόχαστα λόγια, πού πολύ με προβλημάτισαν...

Προσπάθησα να συγκρατήσω κάποια απ΄ αυτά, πού νομίζω ότι έχουν και κάποιο ενδιαφέρον…

 «Εμείς οί Πατρινοί έχουμε σήμα κατατεθέν, trade mark πού λέμε, τον Ναό του Αγίου Ανδρέα πού σε λίγες μέρες οί περισσότεροι θα γιορτάσουμε. 

Εδώ λέω, «οί περισσότεροι θα γιορτάσουμε…» γιατί θα υπάρξουν και κάποιοι, πού παρ΄ όλο ότι ζούνε σ΄ αυτή την Πολιτεία κι΄ έχουν το «trade mark» πού λέγαμε, και παρ΄ όλο πού το Κράτος τους δίνει και μια μέρα αργίας ( πληρωμένη μάλιστα, ή και πληρωμένο έξτρα εξαιρέσιμο για εργασία σε ημέρα αργίας αν πάνε και δουλέψουνε…), εν τούτοις αυτοί οί καλοί μας συμπολίτες δεν θα θελήσουν να σύρουν τα ποδαράκια τους ως την Εκκλησιά του Αγίου να αποτίσουν έστω τον ελάχιστο φόρο τιμής στον προστάτη και μάρτυρα αίματος Άγιο Ανδρέα πού μας έβγαλε από την παλιά ειδωλολατρεία, ανάβοντάς του συμβολικά ένα μικρό κεράκι.

Δεν λέμε να πάνε ν΄ ανάψουν καμιά λαμπαδούρα απ΄ αυτές πού ανάβουν μερικοί και τήν στήνουν καμαρωτά μέσα στο κέντρο στο μανουάλι, ρίχνοντας ματιές αυτοθαυμασμού γύρω τους για την…θεάρεστη αυτή πράξη τους, αλλά να βρέ αδελφέ, ένα τόσο δά μικρό κεράκι!

«Άραγε» , είπε ο φίλος, «αν ερχότανε σήμερα στην Πολιτεία μας ο Άγιος Ανδρέας, με «ετέρα έστω μορφή» αλλά με την ταπεινή παρουσία και αγιότητα «εκείνου», εμείς αν τον καταλαβαίναμε πώς θα τον υποδεχόμαστε;

--«Με τις πέτρες ! », πετάχτηκε να πεί άλλος φίλος της παρέας, βιαστικός όπως πάντα.

--Με τις πέτρες;Τι εννοείς αδελφέ;

-- Γιατί αν μας έλεγχε και μας έλεγε τα παρακάτω πού βλέπω και ακούω να συμβαίνουν, πολύ αμφιβάλλω «αν θα τον αντέχαμε» και εάν θα διασώζετο…

-- Μήπως είδες κάποιο προφητικό όνειρο πάλι, ή είναι δικές σου θεολογικές εκτιμήσεις μια και ξέρω ότι ασχολείσαι μ΄ αυτά; Και τι υποθέτεις εσύ πού είσαι και θεολόγος, ότι θα μπορούσε σήμερα να μας πεί;





--- «…Αδελφοί, πολύ αμαρτία βλέπω σήμερα να υπάρχει, σ΄ αυτή τήν πολιτεία πού παλαιότερα μαρτύρησα. Εσείς, ίσως να μη τα βλέπετε, ή και εάν τα ακούτε και τα βλέπετε να τα θεωρείτε όλα αυτά συνηθισμένα πράγματα, αλλά απέναντι του Θεού δεν είναι έτσι…»

---Δηλαδή, τι κακίες και αμαρτίες κάνουμε Άγιε του Θεού;

---« Πολλές βλαστήμιες στον Χριστό, στην Παναγία, και στους Αγίους ακούγονται μέσα σ΄αυτή τήν Πολιτεία σας, και πολύ απιστία υπάρχει πού φαίνεται και από τις πράξεις σας… 

Κι΄ εμένα δεν με ξεγελάτε με τα κεριά από λίπος και πετρέλαιο πού μού ανάβετε, περισσότερο για φωταγώγηση παρά για τιμή στην μνήμη μου. Χάθηκε ένα αγνό κεράκι, μικρό τόσο δά αλλά γνήσιο αγιοκέρι, να ανάψετε για τον Άγιο και την ψυχή σας, ή το απαγορεύσανε κι΄ αυτό τρέχοντας να το σβήσουν, καντηλανάφτες και οί επίτροποι, για να έχουνε έσοδα στα παγκάρια τους οί Εκκλησίες;

Αλλά έχω καί μερικά ακόμη να σας πώ…

Άλλοι από εσάς λοιπόν ξενυχτάνε στα κέντρα διασκεδάζοντας και αμαρτάνοντας σκορπίζοντας χρήματα ενώ οί φτωχοί πεινάνε και τρώνε από τους ντενεκέδες της Δημαρχίας, άλλοι διαπράττουν τα αίσχιστα μέσα σε πονηρά διαμερίσματα αλλά ακόμη και στα σπίτια τους, άλλοι κλέβουνε, αρκετές και αρκετοί μοιχεύουν απατώντας συζύγους και παιδιά κρυφά αλλά και φανερά, άλλοι δεν πατάνε ποτέ Εκκλησία κι΄ όταν πάνε, συνήθως μια φορά τον χρόνο, τότε κοινωνούν και χωρίς Εξομολόγηση βάζοντας από πάνω και φωτιά μέσα τους…

Άλλες πάλι και άλλοι συζούν παράνομα και από τον Θεό ανευλόγητα, άλλοι είναι μπλεγμένοι με αιρέσεις, με μάγους, με καφετζούδες, με μέντιουμ…, πολλοί ( κυρίως γυναίκες ) έχουνε τέτοια ζήλια καί φθόνο, ίδια κουλουριασμένα φίδια στον κόρφο τους πού τις σιγοτρώνε και δεν το καταλαβαίνουνε...

Άλλοι κατακρίνουν και συκοφαντούν συνανθρώπους τους με το τίποτα θέλοντας το κακό τους, και γενικά όπου και να στρέψω το βλέμμα μου δεν μπορώ να βρώ κάπου ανάπαυση, αγνότητα, καλωσύνη και αγάπη Χριστού σύμφωνα και με το Ευαγγέλιο, μια και βλέπω πράγματα πού ούτε επί ειδωλολατρίας τότε στα χρόνια μου δεν γινόσαντε…»

---Πολύ αυστηρός είσαι Άγιε Ανδρέα μου, αλλά ξέρεις ζούμε σήμερα σε μια άλλη εποχή και μη μας ξεσυνερίζεσαι…

---Να μετανοήσετε και ν΄ αλλάξτε ζωή όσο είναι καιρός, γιατί οί εποχές είναι πάντα ίδιες ! 
Οί άνθρωποι αλλάζουν και πάνε πάντα προς το χειρότερο, σπανίως προς το καλύτερο! 

Ο Θεός και οί Νόμοι του δεν αλλάζουν ποτέ και ο ίδιος παραμένει «ο Αυτός, ό ίδιος, είς τον αιώνα τον άπαντα !»

«Δεν μίλησα βέβαια για τα καρναβάλια και για τις δεκάδες εκτρώσεις πού γίνονται κάθε μέρα σ΄ αυτή την Πολιτεία. 

Τά ασύδοτα γλέντια πάντοτε φέρνουν και ανεπιθύμητες καταστάσεις πού καταλήγουν σε θανατώσεις ζωής και σε εν ψυχρώ φόνους για τους οποίους θα δώσουν λόγο στον Θεό την ώρα της Κρίσεως ! Είτε γιατροί, είτε γονείς…
 Καί αφήστετα αυτά, τά γνωστά μπαμπέσικα πού λένε κάποιες γυναίκες "σώμα μου είναι και το κάνω ότι θέλω...". από πού ώς πού είναι σώμα σου αυτή η ξένη ζωή πού την έχεις οικότροφο !

Αυτές οί ζωούλες, εάν τις αφήνατε να ζήσουν θα μεγάλωναν όπως μεγαλώνει κάθε άνθρωπος με δύναμη ζωής μέσα του. Όπως μεγαλώσατε κι΄ εσείς, πού ζείτε σήμερα σ΄ αυτή την Πολιτεία…»

---Αυτά περίπου θα μας έλεγε ο Άγιος, είπε τελειώνοντας ο φίλος θεολόγος, ή αυτά είδα στο όνειρό μου αν έτσι το θέλετε… « κι΄ όλοι μας, αν μας πιάνει από κάπου η τσιμπίδα του, άς φροντίσουμε να διορθωθούμε και να μη επαναπαυόμαστε όταν μας περιποιούνται τιμητικά κάποιοι κληρικοί και Επίσκοποι λέγοντάς μας:

« Ώ, άγιε λαέ του Θεού και ευλογημένοι Πατρινοί …»

Άς φροντίσουμε λοιπόν να διορθωθούμε και να κάνουμε πράξη αυτές τις ευχές, αν δεν θέλουμε να σηκώσει την μαγκούρα του ο Άγιος Ανδρέας και να αφήσει κανένα μεγάλο σεισμό ( όπως παλαιότερα έχουμε ακούσει ) να περάσει μέσα από το τεκτονικό ρήγμα της Ανατολίας πού περνάει μέσα από τον Πατραϊκό, και να μας ρημάξει κατακέφαλα…

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Πυρηνική απειλή: Ο πλανήτης κρατά την ανάσα του, αλλά από μετάνοια στην Ελλάδα τίποτα !

 

 kontoglou fotis

 

Τα αγωνιώδη λόγια του Φώτη Κόντογλου για το πυρηνικό ολοκαύτωμα που αποφεύχθηκε το 1962, μοιάζουν σήμερα άκρως επίκαιρα

 ( σς. Μέχρι τις 20 Ιανουαρίου επικίνδυνος για Γ΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο χρόνος πού διανύουμε !)

 

 Ορθόδοξο  ΒΗΜΑ…  

 

γράφει ο Ελευθέριος Ανδρώνης

  "Με τους Δημοκρατικούς του ανοϊκού Τζο Μπάιντεν να θέλουν να σύρουν την υφήλιο σε ολοκαύτωμα και τη Ρωσία να επικαιροποιεί το πυρηνικό της δόγμα, ο πυρηνικός όλεθρος μοιάζει πιο εγγύς από ποτέ.

Ο κόσμος παρακολουθεί μουδιασμένος τις εξελίξεις, αρκούμενος μόνο στο να ξορκίζει τη σκέψη της καταστροφής, ελπίζοντας ότι θα επικρατήσει η λογική. Λες και σε όλους τους μεγάλους πολέμους που αιματοκύλησαν το ανθρώπινο γένος επικράτησε η λογική, για να επικρατήσει σήμερα, που μάλιστα είναι και πιο δυσεύρετη από ποτέ.

Πολλοί αναλυτές σημείωσαν ότι μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξε μόνο μια κρίση τόσο σοβαρή όσο αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, υπήρξε η πιο επικίνδυνη φάση της ιστορίας όπου οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού πολέμου έφτασαν στο χείλος μιας πυρηνικής αποκάλυψης.

Ήταν τότε που οι Σοβιετικοί εγκατέστησαν κρυφά πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς στην Κούβα, αποκτώντας τη δυνατότητα να καταφέρουν πυρηνικό πλήγμα σε ένα τεράστιο τμήμα των ΗΠΑ. Εκείνη η κρίση είχε προκαλέσει μεγάλη παγκόσμια ανησυχία και κορυφώθηκε μέσα σε δεκατρείς ημέρες, όταν ο σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ συμφώνησε τελικά να αποσύρει τους πυραύλους.

Ένας από εκείνους που βίωσαν στο πετσί τους την κρίση των πυραύλων της Κούβας, ήταν ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους, Φώτης Κόντογλου, ο οποίος μάλιστα έγραψε και ένα συγκλονιστικό κείμενο όπου εξέφραζε τον αποτροπιασμό του για το κατάντημα των εθνών.

«Φτάσαμε στην παραζάλη να κρέμεται από μια κλωστή η ανθρωπότητα»

Ας δούμε κάποια αποσπάσματα για το τι έγραφε ο μεγάλος κυρ Φώτης Κόντογλου για εκείνη την κρίση, ώστε να τα συγκρίνουμε με τη σημερινή και να καταλάβουμε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τα λόγια του αποδεικνύονται επίκαιρα σαν να γράφτηκαν σήμερα, Τετάρτη 20 Νοεμβρίου του 2024.

«Ο Άδης έχει ανοιχτό το στόμα του, έτοιμος να μας καταπιεί. Ας μας γλυτώσει λοιπόν η επιστήμη μας, η σοφία μας, η φιλοσοφία μας, η τέχνη μας, τα πανεπιστήμιά μας, τα εργαστήριά μας, που μέσα σ’ αυτά σκαλίζαμε μέρα – νύχτα για να βρούμε τον διάβολο, ως που τον βρήκαμε, και νάτος, έχει σκεπάσει με τα μελανά φτερά του την οικουμένη…]

[…Περάσαμε πολλούς πολέμους, είδαμε μεγάλες καταστροφές, μα δεν μετανοήσαμε. Αντί να μετανοήσουμε, εμείς αποκτηνωθήκαμε, γινήκαμε ζώα, κυλιόμαστε μέσα στη βρώμα. Ήρθε ο μεγάλος πόλεμος (σ.σ. ο Δεύτερος Παγκόσμιος), ξερίζωσε τους μισούς από μας, κι όσοι απομείνανε ήτανε σαν πεθαμένοι. Ύστερα πέσανε αρρώστιες, πείνες. Εμείς όμως πηγαίναμε στα χειρότερα. Καταντήσαμε χοίροι σιχαμεροί, δοσμένοι στις πιο βρώμικες ηδονές, αδιάντροποι, πλεονέχτες, θεομίσητοι, άσπλαχνοι, τρελοί για τα λεφτά, γεμάτοι αλαζονεία για την επιστήμη μας, ως που φτάξαμε στη σημερινή παραζάλη και κρέμεται από μια κλωστή όλη η προκομμένη ανθρωπότητα…]

[…Μα εμείς μαθές δεν είμαστε, που ως εχτές καυχιόμαστε γι’ αυτόν τον τραγέλαφο, εμείς δεν φωνάζαμε μέρα – νύχτα πώς ‘’τα καταπληκτικά επιτεύγματα της επιστήμης θα λύσουν όλα τα προβλήματά μας’’ και πώς θα μας κάνουνε να ζούμε 200 και 500 χρόνια, να πετούμε στα άστρα, να θρεφόμαστε μ’ ένα χάπι, να δουλεύουνε για μας οι μηχανές κι εμείς να καθόμαστε, μ’ έναν λόγο να μην έχουμε ανάγκη τον γέρο – Θεό…]

[… Τώρα που έφταξε ο κόμπος στο χτένι, μυξοκλαίμε, ή κάνουμε τον κοριό, λέγοντας πώς δεν είναι τίποτα και θα περάσει, δίνοντας στον εαυτό μας παρηγοριά, ως που να γίνουμε σκόνη της σκόνης;…][…Ναι, μονάχα όποιος δεν έχει ξεχάσει τον Θεό πριν να έρθει η φοβέρα της οργής του, και ζούσε με την αγάπη σ’ Εκείνον, μονάχα αυτός δεν φοβάται σε τούτες τις ώρες της απελπισίας. Αυτός δεν κλαίγει, αλλά παρακαλεί τον Κύριο να λυπηθεί τον κόσμο…]

[…Αλλά, κι αν και τούτη τη φορά λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο και δεν χαθούμε από προσώπου της γης, πάλι εμείς θα επιδοθούμε στα κακά θελήματά μας, όπως πριν, ίσως και περισσότερο. Και η οργή του θα πλανιέται πάλι αποπάνω μας, η μεγάλη μάχαιρα θα κρέμεται απάνω από τα κεφάλια μας. Εμείς όμως οι θεόστραβοι δεν θα τη βλέπουμε, αλλά θα κοιτάζουμε με τα τηλεσκόπια τους πυραύλους και θα καμαρώνουμε, ως που να πέσει μια και καλή το ρόπαλο απάνω στο κλούβιο κεφάλι μας…»

Ο Θεός στην άκρη, μέχρι πάλι να τον χρειαστούμε!  

Τι από όλα αυτά που καταθέτει με πικρία ψυχής ο αείμνηστος Κόντογλου, δεν έχει αντίκρισμα στην εποχή μας; Θα έλεγε κανείς ότι βρίσκουν ακόμα περισσότερη εφαρμογή στον σημερινό μας κόσμο που είναι πολύ πιο διαταραγμένος από την εποχή του Κόντογλου. Το απόσταγμα όλης της «προόδου» του ανθρώπου τον μετέτρεψε σε ένα πολεμοχαρές θηρίο. Κράτος εναντίον κράτους, μεγιστάνας εναντίον μεγιστάνα, συμφέρον εναντίον συμφέροντος, ιδεολογία εναντίον ιδεολογίας, ατζέντα εναντίον ατζέντας και πολίτης εναντίον πολίτη.

Κι αν κάποτε για τέτοιες κρίσεις έβλεπες θηριώδεις διαδηλώσεις υπέρ της ειρήνης, σήμερα οι άνθρωποι παρακολουθούν παθητικά τις εξελίξεις σαν να βλέπουν reality που ελπίζουν να έχει happy ending.

Φουντώνει η συζήτηση περί φυλλαδίων με οδηγίες επιβίωσης που μοιράζουν στο εξωτερικό και περί καταφυγίων. Καλά όλα αυτά, αλλά εδώ στην πατρίδα μας, στο ισχυρότερο καταφύγιο που λέγεται Εκκλησία, δεν λένε να συρρεύσουν οι Έλληνες. Από Κυριακή σε Κυριακή, δεν βλέπεις ούτε 10 ανθρώπους παραπάνω αυτές τις μέρες. Δε νοιώθουμε ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Θεό να κλείσει την πόρτα του φρενοκομείου. Τα «καταφέρνουμε» μόνοι μας. Νομίζουμε ότι τα πάντα περνούν απ’ το χέρι της πολιτικής και των ηγετών.

«Θα πρυτανεύσει η λογική» λένε οι αναλυτές. Δεν συμφέρει τον τάδε να κάνει αυτό, δεν συμφέρει τον δείνα να κάνει εκείνο. Αυτά λένε και καθησυχάζουν τα πρεζάκια καταναλωτισμού που έχουμε καταντήσει. Λόγια που ειπώθηκαν ακριβώς ίδια πριν τον Δεύτερο και τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

Κάνε λίγο scrolling, δες καμιά αστεία ανάρτηση, ανέβασε κάνα story, δες κανένα πολιτικό ξεμάλλιασμα, χάζεψε κανένα σίριαλ, παίξε κανένα παιχνίδι στο Playstation, παράγγειλε κι εκείνο το ζευγάρι παπούτσια που μάζευες λεφτά να πάρεις. Πείσε καθημερινά τον εαυτό σου ότι η ζωή συνεχίζεται απαράλλαχτη, και ας κινδυνεύουμε να γίνουμε «σκόνη της σκόνης».

Και ο Θεός στην άκρη. Του λέμε κάτσε εκεί μέχρι να μας ξυπνήσει το «ρόπαλο στο κεφάλι». Θα τον φωνάξουμε όταν μας χτυπήσει την πόρτα ο θάνατος. Μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο όμως, να μη χαλάσει την απατηλή ρουτίνα μας.

Μη χαλάσει η συνταγή του ύπνου του πνευματικού, που ΚΑΙ ΔΕΝ χρειαζόμαστε τον Θεό ΚΑΙ μένουμε αμετανόητοι ΚΑΙ θέλουμε να μας πηγαίνουν όλα πρίμα. Δεν βαριέσαι, αν είναι να κρατήσουμε τα πάθη μας ας ζούμε και με πυρηνικό τρόμο.

Πριν πατήσει το κόκκινο κουμπί κάποιος ηγέτης, το πατάμε εμείς που με την απιστία μας βομβαρδίζουμε όλα τα δικαιώματα του Θεού να φέρει ειρήνη στον κόσμο. Κι έτσι πρώτοι εμείς τα κάνουμε όλα λίμπα και όλα στάχτη. Νομίζουμε ότι θα επικρατήσει ειρήνη, αγνοώντας επιδεικτικά τον ειρηνοποιό Χριστό. Και ενώ η ανθρωπότητα έχει πέσει πολλές φορές σε αυτό το βάραθρο, σκύβουμε ξανά στην άκρη του και περιμένουμε ότι θα πιαστούμε απ’ τα μαλλιά μας.

Πόσοι από εμάς στοκάρουμε τις πνευματικές αποθήκες μας με εφόδια για όλα τα δύσκολα που έρχονται; Είναι πολύ αμφίβολο αν στα χέρια του Θεού έφτασαν περισσότερες εξομολογήσεις, περισσότερες προσευχές, περισσότερες παρακλήσεις.

Περιμένουμε πρώτα να χτυπήσει το ρολόι της ιστορίας την ώρα της καταστροφής; Ή νομίζουμε ότι με τη μετάνοια του «και πέντε», θα βρούμε παρηγοριά στον τρόμο; Μα αν δεν έχουμε δουλέψει την ψυχή μας, οι άμυνες δεν χτίζονται αμέσως.

Γίναμε χριστιανοί κακομαθημένοι και αφιλότιμοι. Τεμπελιάζουμε στην καταναλωτική νιρβάνα μας και ποντάρουμε μέχρι τέλους στην ευσπλαχνία του Θεού. Οπωσδήποτε δεν αξίζουμε την ειρήνη, αλλά οτιδήποτε γλιτώσουμε το χρωστάμε σε εκείνες τις αγιασμένες ψυχούλες που δέονται για εμάς. Εκείνες που πέρασαν και εκείνες που στέκονται τώρα αφανείς στην πρώτη γραμμή του πνευματικού πολέμου. Οι υπόλοιποι, κοιμόμαστε με τα τσαρούχια…

(Τα αποσπάσματα από το κείμενο του Φώτη Κόντογλου, προέρχονται από το βιβλίο «Μυστικά Άνθη» των εκδόσεων «Παπαδημητρίου»)

sportime.gr


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

26 Οκτωβρίου -- Δύο σύγχρονα φοβερά θαύματα του Αγίου Δημητρίου στά 1906, στον τότε Πασά της Θεσσαλονίκης…

 







Άγιος Δημήτριος , ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης
 ( 284 - 305 μχ )







Πρίν λίγες μέρες ψάχνοντας στο παλιό σεντούκι τού σπιτιού μου, και σέ κάποια παραμελημένα βιβλία μου, βρήκα μια ξεχωριστή περιγραφή για δυό φοβερά θαύματα του Αγίου Δημητρίου πού είχε κάνει στα 1906 και πού ελάχιστοι σήμερα τά γνωρίζουν...

Τά βρήκα σ΄ ένα βιβλίο αυτοβιογραφίας με τίτλο « Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, 1884 – 1980» , με 700 τόσες σελίδες, όλες ξεχωριστές και υπέροχες. Όποιος το διαβάσει δεν θα χάσει…

Τις μέρες αυτές λοιπόν πού γιορτάζουμε τον Άγιο Δημήτριο θα παραθέσω μία άγνωστη περιγραφή, απ΄ αυτές πού σήμερα ίσως και να σπανίζουν…

«….Μετά δύο ημέρας φθάσαμε εις Θεσσαλονίκην, ή οποία τότε κατείχετο ύπό τών Τούρκων καί, επειδή εγώ άπό μικρός είχον εύλάβειαν είς τον Άγιο Δημήτριο, παρεκάλουν τον φίλον μου Νικόλαον νά έξέλθωμεν τοϋ ατμόπλοιου, διά νά προσκυνήσωμεν τον τάφον τοϋ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοϋ Μυροβλήτου.

Εξελθόν­τες μετέβημεν καί προσκυνήσαμε μετά κατανύξεως τον Τάφον τοϋ Αγίου καί, έπιστρέψαντες εις τι ξενοδοχεΐον Έλληνικόν, έμείναμεν ολόκληρον την ήμέραν καί το εσπέρας. 

Την έπομένην ήτοιμάσθημεν ν' άναχωρήσωμεν δι' Άγιο "Ορος καί μεταβάντες εις το Τελωνεϊον, δέν μας επέτρεψαν ν' άναχωρήσωμεν.

Δεν θά φύγετε, μας είπον, διότι είσθε κατάσκοποι !

Τους εϊπομεν ότι τοιούτον τι δέν συμβαίνει καί, έφ' όσον τά διαβατήρια μας είναι επικυρωμένα άπό το Τουρκικόν Προξενεϊον καί την Πρεσβείαν, οφείλουν νά μας επιτρέψουν ν' άναχωρήσωμεν, άλλ' ούδεμίαν σημασίαν έδωκαν εις τους λόγους μας·
Δεν μας έφυλάκισαν, άλλα μας εΐχον υπό έπιτήρησιν αύστηράν, και εις το ξενοδοχεΐον πού έμέναμεν έφύλαττον στρατιώται, και όταν έξηρχόμεθα μας παρηκολούθουν πάντοτε στρατιώται.
Έμείναμεν οΰτω άρκετάς ημέρας. Τα χρήματα όλιγόστεψαν και ήρχίσαμεν νά στενοχωρούμεθα. Μίαν ήμέραν λέγω εις τον φίλον μου Νικόλαον.
--- Θά υπάγω εις το κονάκι νά παρουσιασθώ εις τον Πασά, ίσως μας έπιτρέψη εκείνος ν' άναχωρήσωμεν...
++++++++++++++++++++++


Την έπομένην εγερθείς λίαν πρωΐ μετέβην πρώτον είς τον Τάφον τοϋ Άγίου Δημητρίου και προσκυνήσας παρεκάλουν μετά κατανύξεως και δακρύων τον "Αγιον νά μεσιτεύση προς τον Κύριον νά άφεθώμεν ελεύθεροι και ύπάγωμεν εις το "Αγιον "Ορος.
Άφοϋ προσηυχήθην ίκανην ώραν και έκάθησα ολίγον νά αναπαυθώ, μοι ήλθεν εις τον λογισμόν μου το μαρτύριον τοϋ 'Αγίου Δημητρίου· πώς έλογχεύθη και απέθανε δια την άγάπην τοϋ Χριστού και την πίστιν μας την άγίαν, και πώς έδοξάσθη παρά Θεοΰ και εν γη και εν ούρανώ και θά δοξάζεται είς τους αιώ­νας τών αιώνων.

Αυτά συλλογιζόμενος μού  ήλθεν επιθυμία, νά ήτο τρόπος, νά άπέθνησκον καΐ εγώ διά την Όρθόδοξον Πίστιν και την άγάπην τοϋ Χριστού.
Παρεκάλουν λοιπόν τον "Αγιον Δημήτριον όχι νά μεσιτεύση νά άφεθώμεν ελεύθεροι, άλλα νά μεσιτεύει νά αξιωθώ μαρ­τυρικού τέλους. Εύρον δε και τον τρόπον προς έπιτυχίαν τοΰ ποθού­μενου.
Είπον καθ' εαυτόν, θά υπάγω εις το κονάκι (Διοικητήριον), θά παρουσιασθώ εις τους Τούρκους με θάρρος, θά τους δώσω άφορμήν τίνα και αυτοί θά μού ειπούν τι διά τήν πίστιν μου.
Θά μαρ­τυρήσω την δική τους πλάνη, αυτοί ίσως μού ειπούν ν' αρνηθώ τήν πίστιν μου και εγώ θά σταθώ γενναίος. 
Θά προτιμήσω τον θά­νατον και οΰτως θά τύχω μαρτυρικού τέλους. 
Ευθύς λοιπόν ανήλθον μετά θάρρους εις το κονάκι και περπατούσα είς ενα διάδρομον.
Κάποιος Τούρκος αξιωματικός με είδε και με ήρώτησε τί ζητώ. Τού λέγω,
---Θέλω τον Πασά.
--- Και τί τον θέλεις;
---"Εχω λόγον νά του πώ, απήν­τησα. Μού λέγει,
--- Εγώ είμαι αντιπρόσωπος τοϋ Πασά, είπε μοι ελευ­θέρως τί θέλεις; Τφ λέγω-
-- Αφού είσαι αντιπρόσωπος τοϋ Πασά, πές μου, δια ποίον λόγον δεν μάς αφήνετε να ύπάγωμεν εις το "Αγ. "Ορος;
Μού απήντησε με αύστηρόν τρόπον,
--- Δεν θα σού δώσω τον λόγον. Τού λέγω με θάρρος·
--Δεν είσθε καλοί άνθρωποι, είσθε άδικοι. Ένώ δεν πταίσαμε, ένώ δεν είμεθα κακοποιοί άνθρωποι και ένώ τα χαρ­τιά μας είναι εντάξει, δεν βλέπω τον λόγον, διατί νά μάς εμποδίζε­τε και μάς στενοχωρείτε; 
Τα χρήματα πού είχαμε μάς σώθηκαν, πώς θα ζήσωμεν εις άγνωστον και ξένον τόπον; Έάν σεϊς πηγαί­νατε είς την Ελλάδα θα είσθε ευχαριστημένοι νά σας εκαμνον ό,τι σεις κάμνετε εις ημάς;
Οί λόγοι ούτοι τον ήρέθισαν και έκίνησεν εις θυμον και ήρχισε νά κρούη τον κώδωνα δυνατά.
Ευθύς έσυνάχθησαν 30-35 στρατιώται και αξιωματικοί, οίτινες με ήρπασαν και με έπήγαιναν εις τον Λευκόν Πΰργον.  
Τίνα σκοπόν εΐχον δεν γνωρίζω. Πάντως ίσως διά νά με φυλακίσουν, άλλ' εγώ ποσώς δεν έδειλίασα, δεν έχασα το θάρρος μου, μόνον έλυπούμην πού δεν μοί εΐπόν τι διά την πίστιν μου.
"Ηλπιζα όμως ότι εκεί πού θα μέ έπήγαινον κάτι θά μοϋ ελεγον.
Και βαδίζοντες προς την όδόν τοϋ μαρ­τυρίου παρεκάλουν τον "Αγιον Δημήτριον νά μεσιτεύση προς Κύριον και μέ άξιώση μαρτυρικού θανάτου, εάν είναι θέλημα Του, ή εάν δεν εΐναι νά μέ λυτρώσει από τάς χείρας των άθεων, βαρβάρων, αιμοβόρων, και αγρίων Αγαρηνών.

Μόλις έπροχωρήσαμεν ολίγον, νά και παρουσιάζεται ένας α­νώτερος των, όστις τους ομίλησε Τούρκικα.

Τί τους είπε δεν ήννόησα· μόνον αντελήφθην ότι τους ομίλησε μέ θυμόν και τους έδιω­ξε. Τον δε άξιωματικόν εκείνον, όστις ήτο ό αίτιος και μέ συνέλαβον, έσήκωσε τήν ράβδον του και τον έκτύπησε εις τον ώμον. 
Άφοϋ δε τους έξεδίωξε μέ έπλησίασε μέ ιλαρό βλέμμα και χαϊδευτικά μέ έκτύπησεν είς τον ώμον μέ το χέρι του και μέ παρέδωκεν εις ενα στρατιώτην φρόνιμον έξ Ιωαννίνων.

Και τού έδωκεν έντολήν νά μέ ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποιον εύρίσκετο εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης, διά νά επιστρέψω είς τήν Ελλά­δα.
Μή γνωρίζοντας ποιός ήταν αυτός πού έδωσε τις διαταγές ρώτησα τον στρα­τιώτην νά μοι πεί, και εκείνος μοι είπεν ότι ήτο ό ίδιος ο Πασάς.
Και διατί έκτυπησε μόνον τον ίδιαίτερόν του και τί τοϋ εΐπε; Τον έπέπληξεν, μοι είπεν, διότι χωρίς νά τοϋ ζητήση άδειαν σέ κατεδίκασε εις θά­νατον.
-- Και ποϋ μέ έπήγαιναν τοϋ λέγω;
---Είς τον Λευκόν Πύργον, μοι άπεκρίθη. Σέ έπήγαιναν διά νά σέ εκτελέσουν. 
Έκεΐ πηγαίνουν όσους καταδικάζουν εις θάνατον και άλλους τους οποίους κλείνουν διά ν' αποθάνουν άπο τήν πείναν, τήν δίψαν και τήν δυσωδίαν.
Έχάρην διότι έλυτρώθην έκ των χειρών των αγρίων εκείνων Αγαρη­νών, επειδή ήγνόουν έάν θά μέ έφόνευον διά τήν πίστιν μου, αλλά και έλυπήθην, διότι δέν ετυχον τοϋ μαρτυρίου. Πλην όμως το μαρτύριον πρέπει νά γίνεται νομίμως, ώς λέγει ό θεοκήρυξ Απόστολος Παύλος «Έάν δε καί άθλή τις, ού στεφανονται, εάν μή νομίμως αθλήσει…» (Β' Τιμ. 2, 6).

Εις έμέ μέν ϋπήρχεν ό ζήλος και ό πόθος διά νά μαρ­τυρήσω, αλλά δέν συνυπήρχε ό λόγος και ή αιτία. Διά νά μαρτυρήση τις πρέπει νά ύπάρχη εύλογος α'τία. Πρέπει νά είναι κατά Θεόν το μαρτυριον. 
Το νά θέλη τις χωρίς λόγον καί άφορμήν νά προκαλεί είς εαυτόν το μαρτύριον και να ρίπτη μόνος εαυτόν εις πειρασμόν είναι έπικίνδυνον. 
Μετέβημεν κατόπιν είς το ξενοδοχεΐον, και λαβών την βαλίτσαν και τα ολίγα πράγματα μου άπεχαιρέτησα τον άγαπητόν μοι φίλον Νικόλαον…
Τον άπεχαιρέτησα και άνεχώρησα. Με συνοδεία τον καλόν ε­κείνον Τούρκο στρατιώτην έφθασα μέχρι της παραλίας, Καθ' όδόν με έπαρηγόρει νά μη στενοχωρούμαι, αλλά νά έχω ύπομονήν, και φωνήσας λεμβοϋχον τίνα Έβραΐον τού είπε νά μοι ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον.
Μοι εΐπεν δε νά μη υπάγω άπό το Τελωνείον, διότι ίσως με καθυστερήσουν και αναχώρηση το Ατμόπλοιον και δεν προφθάσω νά φύγω. '

Αλλά μόλις έπροχωρήσαμε ολίγον μας αντε­λήφθησαν εκ τοΰ Τελωνείου και ήρχισαν νά φωνάζουν νά έπιστρέψωμεν. Επειδή όμως ό στρατιώτης είχεν εΐπει εις τον λεμβοϋχον ότι ό Πασάς έδωκε διαταγήν νά φύγω έπροχώρει.
Βλέποντες οί τού Τε­λωνείου ότι δεν έπέστρεφεν ούτε έσταμάτα ήρχισαν νά ρίπτουν πυροβολισμούς εις τον αέρα· 
και έμβάντες 10 στρατιώται εις μίαν λέμβον ηρχισαν να κωπηλατούν σπεύδοντες να μας φθάσουν. Ευτυχώς έπρόφθασα και άνήλθον εις το άτμόπλοιον, όταν αύτοι μας έπλησίασαν.
Άρχισαν να άπειλούν και να κτυποϋν τον λεμβοϋχον. "Οταν όμως τους είπεν ότι εΐχεν έντολήν άπό τον Πασά, τον Διοικητήν, να με ύπάγη εις το πλοΐον, τον άφήκαν.
Δεν ήτο, ώς φαίνεται, θέλημα Θεοϋ να υπάγω ε'ις το "Αγιον "Ορος και δια τοϋτο ήλθον όλα τα εμπόδια. 
Όφείλω δε μεγίστην εύγνωμοσύνην εις τον προστάτην μου Μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριον, τή μεσιτεία και πρεσβεία τοϋ οποίου έσώθην άπό τον κίνδυνον τοΰ θανάτου.

ΤΟ  ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΣΑ…
=========================

Άλλ' επειδή δεν κατάλαβα πώς και δια ποίαν αιτίαν ό Πασάς έδειξεν τόσον ενδιαφέρον για μένα για να με σώσει, ερευνούσα αυτό  να το μάθω.
Έτσι λοιπόν, έμαθα τι ακριβώς είχε συμβεί μετά δύο περίπου έτη, άπό τον φίλον μου Νικ. Μητρόπουλον, Δικηγόρον, ό όποιος μετέβη και εύρίσκετο είς το "Αγιον "Ορος.
Μεταβάς λοιπόν προς έπίσκεψίν του και προσκύνηση τοϋ Άγιωνύμου "Ορους ελαβον πληροφορίας πώς και γιατί ότι ό Πασάς με ελευθέρωσε και με έστειλε είς την Ελλάδα.
«Μετά δύο ή τρεις ημέρας, μού λέγει ο δικηγόρος, της αναχωρή­σεως σας εκ Θεσσαλονίκης και επιστροφής εις την Ελλάδα, καθήμενος εξω τοΰ καφενείου τοΰ κάτωθεν τοϋ ξενοδοχείου, ( εις το οποίο εξ αρχής είχαμε τότε μείνει φρουρούμενοι υπό στρατιωτών Τούρκων, μή τυ­χόν δραπετεύσουμε λάθρα), με πλησίασε και με χαιρέτησε ό Υπασπι­στής αξιωματικός τοΰ Πασά τής Θεσσαλονίκης, παλαιός γνωστός μου, και με τον όποιον είμεθα μέλη εις την σχηματισθεϊσαν  ΈλληνοΤουρκικήν έπιτροπήν μετά τον άτυχη ΈλληνοΤουρκικόν  πόλεμον τοΰ 1897, προς συμφωνίαν και καθορισμόν τών συνόρων Ελλάδος και Τουρκίας.
Άφοϋ μείναμεν σύμφωνοι και ύπεγράψαμεν την είρήνην, άπαντα τά μέλη τής Επιτροπής, Έλληνες και Τούρκοι, μετέβημεν χαίρον­τες εις Κέρκυραν, εις το Άχίλειον, και έορτάσαμεν τήν ειρήνην έπι μίαν εβδομάδα.

Ό υπασπιστής τοϋ Πασά, όταν με είδε είς το καφενεΐον, με έγνώρισε και με ήρώτησε πώς εύρέθην εις την Θεσσαλονίκην.
Εγώ τοΰ ανέφερα όλην την ύπόθεσιν και αμέσως έδιωξε τους στρατιώτας πού με έφύλαττον και φωνήσας άμαξηλάτην με έπηρεν εις τον οί­κον του, με περιεποιήθη και την αλλην ήμέραν έπήγαμεν όμοϋ εις τον Πασάν, εις τον όποιον με συνέστησεν ώς φίλον του και τον παρεκάλεσε να μού έπιτρέψη να μεταβώ εις "Αγιον "Ορος.
Ό Πασάς είπεν εις τον ύπασπιστήν του ότι είμαι ελεύθερος ,  να με συνοδεύσει μέχρι του  Ατμόπλοιου και να μού  παρέχει  πάσαν  προστασίαν και βοηθειαν και προσέθεσεν και ταύτα:
--- «Ηταν και κάποιος άλλος νέος ( πού είχε συλληφθεί και ήθελε να πάει στο Άγιο Όρος ), δια τον όποίον  πρωΐαν τινά, ενώ έκοιμούμην  ήσύχως, εισήλθε εντός τοΰ δωματίου μου ό  "Αγιος Δημήτριος ένδεδυμένος στολήν Στρατηλάτου, φέρων μαζί και τα άρματα του, και μοι λέγει προστακτικώς και με βλέμμα αύστηρόν:

---Έγέρθητι πάραυτα, ένδύθητι, και ύπόδεσε τα σανδάλια σου και ΰπαγε εις την δείνα όδόν της πόλεως να ελευθέρωσης νέον τινά δικασθέντα αδίκως και άπαγόμενον εις θάνατον υπό τοΰ ιδιαιτέρου γραμματέως σου.
Άφοϋ δε τον ελευθερώσεις και τον λυτρώσης τοΰ θανάτου, να τον στείλης εις το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στο ναυλοχούν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποι­ον ετοιμάζεται προς άναχώρηση…
«Και σπεύσας», είπε ο Πασάς, «τον λύτρωσα εκ τού κινδύνου και τον απέστειλα εις την Ελλάδα».

Και τότε έγνώρισα ότι ό σωτήρ και ρύστης μου εκ της καταδίκης τοΰ θανάτου μου ήτο ό Μεγαλομάρτυς Άγιος Δημήτριος ό Μυροβλήτης.

Κι΄ έτσι επαλήθευσε και ή προφητεία τοΰ Αγίου Νεκταρίου πού μού είχε πεί ότι, όπου και αν υπάγω, εις την Λογγοβάρδαν θα καταλήξω. 

Έπληροφορήθην δε εκ τούτου ότι πρέπει πάντοτε να εχουμε τελείαν ύπακοήν εις τον Πνευματι­κόν μας Πατέρα, χωρίς άντιλογίες, και να ποιούμε ουχί το θέλημα το δικό μας, άλλα το θέλημα τοΰ Πνευματικού μας Πατρός μιμούμενος τον Κύριον ημών Ίησοΰν Χριστόν, "Οστις ήλθεν εις τον κόσμον ούχι να ποιη το θέλημα το Ίδικόν Του, άλλα το θέλημα τοΰ πέμψαντος Αυτόν Πατρός…
 
ΔΕΥΤΕΡΗ  ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΥΠΟ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ... 
============================
Άναχωρήσας εξ Άγίου "Ορους καί, όταν το πλοίον εφθασεν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης, έ­κρινα καλόν νά εξέλθω διά νά προσκυνήσω τον τάφον τοϋ Αγίου Δημητρίου, τοϋ προστάτου μου και μετά Θεόν φύλακος και σωτήρος μου.
Έξελθών, δεν ήξεύρω πώς, πάλιν οι Τοϋρκοι με έξέλαβον ως κατάσκοπον και με είχον υπό έπιτήρησιν αρκετάς ημέρας. 
"Οταν δε απεφάσισα να φύγω και έπέρασα άπό τό Τελωνεΐον με συνέλαβον και με έπέρασαν άπό τρεις σειράς συρματοπλεγμάτων και με έκλει­σαν εκεί.
Εΰρον δε εκεί κεκλεισμένον νεανίαν, τον όποιον ήρώτησα·
-- Διά ποίον λόγον μας έκλεισαν; Και μού λέγει-
--Διά νά μας φονεύ­σουν, και εγώ είπον
--Τί κακόν έποιήσαμεν;
--Άφησε, μού είπε, μη ε­ξετάζεις τό γιατί…
Δεν παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας και κατέπλευσεν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης Ατμόπλοιον έρχόμενον εκ Ρουμανίας με φορτίον πετρελαίου και αρκετούς έπιβάτας.
Μόλις όμως έφθασεν, τίς οίδε πώς και άπό ποίαν αίτίαν, κάποιο ντεπόζιτο πετρελαίου πήρε φωτιά, τό οποίον ακαριαίως μεταδόθηκε εις όλον τό φορτίον, και εις μίαν στιγμήν κρότοι ισχυροί ήκούοντο και φλόγες ούρανομήκεις άνεπετάσσοντο...

Ή Θεσσαλονίκη έγένετο ανά­στατος !

Χιλιάδες ανθρώπων κατήλθον εις τήν παραλίαν, άλλοι διά νά δούν και άλλοι νά σώσουν τους κινδυνεύοντας έπιβάτας με τάς λέμβους και τά πλοία. Έφυγον δε και όλοι οί φύλακες άπό τό Τε­λωνείο.
Τήν στιγμήν έκείνην ό νεανίας εκείνος έξαγαγών ψαλίδιον έκ της τσέπης του εκοψεν τα σύρματα, και λαβών με εκ της χειρός εξήγαγε έξω της φυλακής.
Έπειτα πληρώσας Έβραΐόν τίνα λεμβοϋχον τού είπεν να μας ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον, το όποιον εύρίσκετο έξω τοϋ λιμένος.
Ένω ήτοιμαζόμεθα να είσέλθωμεν εις την λέμβον, ήλθεν ό στρατιώτης εκείνος πού με έκλεισεν εις τα συρ­ματοπλέγματα να με συλλάβει, άλλ' ό νεανίας εκείνος, όστις με ε­ξήγαγε, του έδωκεν ράπισμα και έφυγε…
Άνήλθομεν εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον και έγώ έφρόντισα να τοποθετήσω τα πράγματα μου, άφοΰ δε τα έτοποθέτησα, έστράφην δια να εΰρω τον νεανίαν εκείνον, τον σωτήρα μου, να τον ευχα­ριστήσω και να τον ερωτήσω ποίος και άπό ποΰ ήταν. 
Αλλά πουθενά δεν τον εύρον.
Έρωτήσας σχεδόν πάντας τους έπιβάτας και τους τοϋ Ατμόπλοιου αντελήφθην ότι ουδείς είδεν αυτόν, ούτε να εισέλθη εις το πλοϊον ούτε να έξέλθη. 
Ποιός ήταν και τί έγένετο, ό Θεός γνωρίζει !

Έγώ τούτο μόνον γνωρίζω, ότι μετά πάροδον αρκετών ετών, ότε ήλευθερώθη ή Θεσ­σαλονίκη και επήγα και έλειτούργησα και έκήρυξα τον λόγον τοϋ Θεοϋ εις τον Ναόν τοϋ Άγίου Δημητρίου και είδον την εικόνα τοϋ Α­γίου άνεμνήσθην ότι ό νεανίας εκείνος πού με ελευθέρωσε της φυ­λακής και με οδήγησεν εις το Ατμόπλοιον είχεν μεγάλην ομοιότη­τα με την εικόνα τοϋ Άγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης !