
«Γι΄ αυτό, από την ασπλαχνία μας, έρχεται
ὁ Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος, ποὺ θά ᾽νε φωτιὰ καὶ καταστροφή· θὰ
σβήσουν οἱ μεγάλες Πολιτείες, ὁ κόσμος θὰ τρέξει στὶς ῥεματιές. Σὲ μιὰ
νύχτα θὰ ἀδειάσῃ ἡ Μόσχα, τὸ Λονδῖνο, ἡ Νέα Ὑόρκη· μὰ ὅσοι κατοικούν
στὶς ῥεματιές, θὰ λένε μέσα τὶς σπηλιές· «Δόξα σοι, ὁ Θεός, Δόξα σοι, ὁ Θεός, Κύριε, ἐλέησε τὸν κόσμο Σου...».
( προφητική ομιλία στίς 14-11-1971 )
+ Επίσκοπος Αυγουστίνος
Ὑπάρχουν,
ἀγαπητοί μου, στὴν ἐποχή μας ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν αὐτιὰ μὰ αὐτιὰ δὲν
ἔχουν. Δὲν εἶνε παράξενο αὐτό; Ἔτσι λέει μιὰ παλαιὰ προφητεία (βλ. Δευτ.
29,4. ῾Ρωμ. 11,8). Βλέπεις πολλοὺς σήμερα· πᾶνε στὸ καφενεῖο,
κάθονται ὧρες κι ἀκοῦνε ἀνενόχλητοι αἰσχρὰ καὶ βλαστήμιες ποὺ λένε
οἱ ἄλλοι· στὸ σπίτι ξενυχτοῦν παρακολουθώντας διαφόρους σταθμούς,
δικούς μας ἢ ξένους. Ἀλλὰ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔρχονται.
Αὐτιὰ γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν, γιὰ τὸ διάβολο όμως ἔχουν...
Ἂν
κάποτε βρεθοῦν στὴν ἐκκλησιά, εἶνε σὰν ξένοι. Κι ὅταν βγοῦν ἔξω καὶ
τοὺς ρωτήσῃς τί ἔλεγε σήμερα ὁ Απόστολος ἢ τὸ Εὐαγγέλιο, τί εἶπε ὁ
παπᾶς ἢ ὁ ψάλτης –ποὺ εἶνε λόγια χρυσᾶ, διαμάντια–, δὲν ἔχουν
προσέξει τίποτα! Ἐλπίζω σεῖς, ποὺ ἐκκλησιάζεστε τακτικά, νὰ ἔχετε
ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἀκούσατε σήμερα τι έλεγε τὸ Εὐαγγέλιο;
Μέσα
ἀπ᾽ τὰ λόγια του Ευαγγελίου ( βλ. Λουκ. 10,25-37) βγαίνει μιὰ κραυγή.
Ὅποιος ἔχει αὐτὶ τὴν ἀκούει· «Βοήθεια!» ! Πέντε χιλιάδες όμως ν᾽
ἀκούσουν τὴ λέξη «Βοήθεια!» μέσα στόν ντουνιᾶ αὐτὸν, ζήτημα εἶνε ἂν θὰ βρεθεί ἕνας νὰ τρέξει νὰ βοηθήσει...
Ποιός
λοιπὸν φωνάζει «Βοήθεια!»; Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Ὁ Χριστὸς
ἀπαντᾷ σὲ ἕνα νομικὸ μὲ τὴν ὡραία παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Ἕνας
διαβάτης πήγαινε ἀπὸ μιὰ πόλι σὲ ἄλλη. Περπάτησε δεκαπέντε – εἴκοσι
χιλιόμετρα –σὰν νὰ ποῦμε ἀπὸ τὴ Φλώρινα μέχρι τὸ Κλειδί– κ᾽ ἐκεῖ βγῆκαν
ἀπὸ τὸ δάσος λῃστὲς μὲ τὰ μαχαίρια.
–Ἄλτ,
σταμάτα, ψηλὰ τὰ χέρια! Πῆγε ν᾽ ἀντισταθῇ, ἀλλὰ τί νὰ κάνῃ στὸν ἔρημο
ἐκεῖνο τόπο; Τὸν ἔδειραν, τὸν χτύπησαν, τὸν γέμισαν πληγές, τοῦ πῆραν
ὅ,τι εἶχε πάνω του, καὶ μετὰ τὸν ἄφησαν χάμω στὸ δρόμο νὰ βογγάῃ μέσ᾽
στὰ αἵματα. Βοήθεια!… φώναζε.
Τὴν
ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας καβαλλάρης. Τὸν ἄκουσε, τὸν εἶδε. Τί
ἔπρεπε νὰ κάνει; Νὰ ξεπεζέψῃ, νὰ βοηθήσῃ, νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ
ἔκανε; Ὄχι. Προσπέρασε ἀδιάφορος. Λὲς καὶ ἦταν κανένα σκυλὶ κι ὄχι
ἄνθρωπος. Σὰν νὰ μὴν τὸν εἶδε, σὰν νὰ μὴν τὸν ἄκουσε. Γρήγορα
ἀπομακρύνθηκε. Βοήθεια!… συνέχισε νὰ φωνάζῃ ὁ πληγωμένος...
++++++++++++++++++++++