Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

2007 -- Η Βηθλεέμ κοιμάται… Εδώ ακριβώς, πρίν 2000 χρόνια, στην ίδια αυτή πολιτεία, νύχτα και πάλι,αντήχησαν οί φωνές των Αγγέλων και οι δοξολογίες...

« Δόξα έν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη…»

Μεγάλες γιορτές έρχονται, καιρός λοιπόν νά ξεφύγουμε κι΄ εμείς από τίς καθημερινές γκρίνιες ( πού δεν τελειώνουν ποτέ ), και ένα μικρό Χριστουγεννιάτικο διήγημα άς ελπίσουμε ότι θα είναι το πιο κατάλληλο να μας μεταφέρει σε άλλους καιρούς, και σε άλλες πιο ευλογημένες εποχές, των χαμένων πατρίδων της Μικρασιατικής γής…

«Χριστούγεννα στ σπηλιά» (του Φώτη Κόντογλου)

« Ήταν παραμονές Χριστουγέννων ! Συνήθεια τόχουν να πνε πάντα μαζί, χιονιάς καί Χριστούγεννα,

Μ κείνη τ χρονι ο καιρο τανε φουρτουνιασμένοι παρ φύση. Χιόνι δν ρριχνε. Μοναχ πο τμόσφαιρα τανε θυμωμένη, κα φυσούσανε σκληρο βοριάδες μ χιονόνερο κα μ᾿ στραπές. Καμμι βδομάδα καιρς καλωσύνεψε κα φυσοσε μία τραμουντάνα πο ρμενιζότανε.

Τν παραμον όμως π τ πρωΐ ορανς τανε μαρος σν μολύβι, κ᾿ πιασε κ᾿ ρριχνε βελονιαστ χιονόνερο.

Σ μία τοποθεσία πο τ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε να μαντρ μ γιδοπρόδατα, πάνω σ μι πλαγι το βουνο πο κοίταζε κατ τ πέλαγο…

Ο τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σ μι σπηλι πο βρισκότανε παραμέσα κα πι ψηλ π τ μάντρα κα πο κοίταζε κατ τ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ψηλ ς τρία μπόγια. Τ ζωνταν σταλιάζανε κάτω π τς χαμηλς σάγιες, πο σκυβες γι ν μπες μέσα. Σωρο π κοπρι στεκόντανε δ κ᾿ κε, κα βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τ χμα τανε σκουπισμένο κα καθαρό, γιατί ο τσομπάνηδες τανε μερακλδες, κα βάζανε τ παιδι κα σκουπίζανε ταχτικ μ κάτι σκοπες κανωμένες π στοιβιές.

ρχιτσέλιγκας τανε Γιάννης Μπαρμπάκος, νας νθρωπος μισάγριος, γεννημένος νάμεσα στ γίδια κα στ πρόβατα. τανε μαρος, μαλλιαρός, μ γένεια μαρα κόρακας, σγουρ κα σφιχτ σν το κριαριο. Φοροσε σαλβάρια κοντ ς τ γόνατο, σελάχι στ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαρι τζεσμέδια στ ποδάρια του· τ κεφάλι του τ εχε τυλιγμένο μ᾿ να μεγάλο μαντίλι σν σαρίκι, κ᾿ ο μαρχαμάδες [= τ κρόσια] κρεμόντανε στ πρόσωπό του.

ρχαος νθρωπος!

Εχε δυ παραγυιούς, τν λέξη κα τν Δυσσέα, δυ παλληκαρόπουλα ς εκοσι χρονν. Εχε κα τρία παιδιά, πο τος βοηθούσανε στ᾿ ρμεγμα κα κοιτάζανε τ μαντρ νά ναι καθαρό. Ατς ο ξι ψυχς ζούσανε σ κενο τ μέρος, κρυφ π τν Θεό. νάρια βλέπανε νθρωπο.


σπηλι τανε καπνισμένη κι βράχος εχε μαυρίσει ς πάνω π τν καπνι πο βγαινε π τ στόμα τς σπηλις.

κε μέσα εχανε τ γιατάκια τους, σν μεντέρια, στρωμένα μ προβιές. Στος τοίχους τς σπηλις εχανε μπήξει παλούκια μέσα στς σκισμάδες το βράχου, κα κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια κα μαχαίρια, λς κ᾿ τανε λημέρι τν ληστν. π᾿ ξω φυλάγανε ο σκύλοι, λοι γριοι σν λύκοι.

κροθαλασσι βρισκότανε ς να τσιγάρο πόσταση π τ μάντρα. τανε ρημη, κι λλο δν κουγότανε κε πέρα παρ μοναχ γκομαχητς το πελάγου, μέρα - νύχτα. Μ τν βορι πάγκιαζε, κα καμμι φορ πόδιζε κανένα καΐκι. λλις δν βλεπες βάρκα πουθενά. π τ μαντρ γνάντευε κανένας τ πέλαγο νάμεσα στ δέντρα, κα τ μάτι ξεχώριζε καθαρ τ βουν τς Μυτιλήνης.

Τν παραμον τ Χριστούγεννα, επαμε πς καιρς χάλασε, κι ρχισε ν πέφτει χιονόνερο. Ο τσομπάνηδες εχανε μαζευτε στ σπηλι κι νάψανε μία μεγάλη φωτι κα κουβεντιάζανε. Τ παιδι εχανε σφάξει δυ ρνι κα τ γδέρνανε. λέξης βαλε πάνω σ᾿ να ράφι μυτζθρες κα τυρ νάλατο μέσα στ τυροβόλια, γίζι κα γιαούρτι.

Δυσσέας εχε μία παλι Σύνοψη, κ᾿ πειδ γνώριζε λίγο π ψαλτικ κ᾿ ξερε κα πέντε γράμματα, διάβαζε τς Κυριακάδες κι ποτε τανε γιορτ κανένα τροπάρι κα λιγοστ π τν ξάψαλμο. κείνη τν ρα φυλλομετροσε τ Σύνοψη, γι ν δε τί γράμματα τανε ν πε.

Θά τανε ρα σπερινο. Κείνη τν ρα κούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πς θά τανε τίποτα κυνηγοί· τ να παιδί, πο εχε πάγει ν φέρει ξύλα μ τν γάϊδαρο, επε πς τ πρω εχε κούσει τουφεκις κατ τν π μέσα θάλασσα, κατ τν γι-Παρασκευή. Ο σκύλοι πιάσανε κα γαβγίζανε λοι μαζ κα πεταχτήκανε ξω π τ μάντρα.

Σ λίγο φανερωθήκανε π πάνω π τ σπηλι δυ νθρωποι μ τουφέκια, κα φωνάζανε τος τσομπάνηδες ν μαζέψουνε τ σκυλιά, πο χυμήξανε πάνω τους. Σκούρης φησε τος νθρώπους κι ρπαξε να π τ ζαγάρια πού χανε ο κυνηγο κα τ ξετίναζε ν τ πνίξει. κυνηγς ρριξε πάνου του, κα τ σκάγια τν πόνεσανε κα γύρισε πίσω, μαζ μ τ᾿ λλα μαντρόσκυλα, πο πηγαίνανε πισώδρομα σο κατεβαίνανε ο κυνηγοί.

Τέλος πάντων, βγκε Μπαρμπάκος μ τος λλους κα πιάσανε τν Σκούρη κα τν δέσανε, διώξανε κα τ᾿ λλα σκυλιά.

«ρα καλή, βρ παιδιά!» φώναξε Παναγς Καρδαμίτσας, ζωσμένος μ τ φυσεγκλίκια, μ τ ταγάρι γεμάτο πουλιά.

λλος, πο τανε μαζί του, τανε γυιός του Δημητρός.

«Πολλ τ τη!» ποκριθήκανε Μπαρμπάκος κ᾿ συντροφιά του. «Καλς ρίσατε!»

Τος πήγανε στ σπηλιά.

«Μωρέ, τ᾿ εν᾿ δ; Παλάτι! Παλάτι μ βασιλοπολες!» επε μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τς μυτζθρες πο χνίζανε.

Τος βάλανε ν καθήσουνε, τος κάνανε καφέ. Ο κυνηγο εχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

«Βρ δερφέ», λεγε μπάρμπα-Παναγής, «ποις ν τό λεγε, χρονιάρα μέρα, πς θ κάνουμε Χριστούγεννα στ σπήλαιο πο γεννήθη Χριστός! χτς περάσαμε στν γι-Παρασκευή, ν κυνηγήσουμε λίγο. , δικός μας εναι γούμενος, κοιμηθήκαμε στ μοναστήρι, κα σήμερα τν αγ βγήκαμε στ κυνήγι. Βλέποντας πς φουρτούνιασε καιρός, επαμε πς δ θ μπορέσουμε ν περάσουμε τ μπουγάζι μ τ σαπιόβαρκα το μπάρμπα-Μανώλη το Βασιλέ. Κ᾿ πειδ ξέραμε π᾿ λλη φορ τ μαντρί, κα μ τ κυνήγι πέσαμε σ τοτα τ σύνορα, επαμε ν ρθουμε στ᾿ ρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο χετε; Ατ εναι θηρίο, σλάνι κα καπλάνι!

Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τ ζαγάρι τ πετσόκοψε! Γι κοίταξε τί χάλια τό κανε!»

Κα γύρισε σ μία γωνι τς σπηλις, πο κλαμούριζε τ σκυλ κ᾿ τρεμε σν θερμιασμένο.

«λα δ, Φλόξ! Φλόξ!»

Μ Φλξ π τν τρομάρα της τρύπωνε πι βαθιά.

μα πιανε δυ-τρία κονιάκια, μπάρμπα-Παναγς ρχισε ν μασ τ μουστάκια του, κα στ τέλος πιασε ν τραγουδ:

Καλν σπέραν, ρχοντες, ν εναι ρισμός σας,
Χριστο τν θείαν γέννησιν ν π στ᾿ ρχοντικό σας.

στερα Δυσσέας ψαλε τ «Χριστς γεννται, δοξάσατε».

κείνη τν ρα κούσανε πάλι τ σκυλι ν γαβγίζουνε. Στείλανε τ παιδι ν δονε τί εναι. γέρας εχε μπουρινιάσει κ᾿ ρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σ λίγο πάψανε τ σκυλιά, κα γυρίσανε πίσω τ παιδιά.

π πίσω τος μπήκανε στ σπηλι τρες ντρες, πο φαινόντανε πς τανε θαλασσινοί, κα δυ καλόγεροι, βρεμένοι λοι κα ξυλιασμένοι π᾿ τ κρύο. Τος καλωσορίσανε, τος βάλανε κα καθήσανε.

Μόλις πγε κοντ στ φωτι πρτος, καπετάνιος, τν γνώρισε Μπαρμπάκος κ᾿ βγαλε μία χαρούμενη φωνή. τανε καπετάν-Κωσταντς Μπιλικτσς, πο ταξίδευε στν Πόλη. Εχε περάσει κι λλη φορ π τ Σκρόφα, κ᾿ εχανε δέσει φιλία μ τν Μπαρμπάκο, πο δν ξερε τί περιποίηση ν τος κάνει· ο λλοι δυ τανε γεμιτζδες κι ατοί, νθρωποι το καϊκιο του.

νας π τος καλόγερους, νας σωματώδης μ μαρα γένεια, μορφάνθρωπος, τανε πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. λλος τανε λιγνός, μ λίγες νάριες τρίχες στ πηγούνι, σν τν γιο Γιάννη τν Καλυβίτη. Τν λέγανε ρσένιο Σγουρή.

καπετάν-Κωσταντς ρχότανε π τν Πόλη κα πρε στ καΐκι τν πάτερ-Σίλβεστρο, πο εχε πάγει στν Πόλη π τ᾿ γιον ρος γι λέη, κ᾿ θελε ν κάνει Χριστούγεννα στν πατρίδα του. πάτερ-ρσένιος εχε ταξιδέψει μαζί του π τ Μον το Παντοκράτορας στ ρος, κ᾿ τανε π τ Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μ σν καβατζάρανε τν Κάβο-Μπαμπ, γέρας μπουρίνιασε, κι λη τ μέρα ρμενίζανε μ μουδαρισμένα πανι κα μ τν στάντζο, ς πο φτάξανε κατ τ βράδυ π᾿ ξω π τ Ταλιάνι.

καιρς σκύλιαξε κι καπετάνιος δν μπόρεσε νά μπε στ μπουγάζι, ν κάνουνε Χριστούγεννα στν πατρίδα.

ποφάσισε λοιπν ν ποδίσει, κα πγε κα φουντάρισε στ᾿ πάγκειο, πίσω π ναν μικρν κάβο, π κάτω π τ μαντρί.

Κ᾿ πειδ θυμήθηκε τν φίλο του τν Μπαρμπάκο, πρε τος γέροντες κα τος δυ λλους νοματέους κα τραβήξανε γι τ γίλι [=μαντρί]. Στ τσερνίκι εχανε φήσει τν μπαρμπ᾿ - πόστολο μ τν μοτσο.

Σν εδανε πς στ σπηλι βρισκότανε κι κύρ-Παναγς μ τν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρ κα φασαρία.

«Μωρ ν δες», λεγε κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τ τροπάρι, κι πάνω πο λέγαμε «ν ατ γρ ο τος στροις λατρεύοντες π στέρος διδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ σες ο μάγοι μ τ δρα!

Γιατί βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσν κα λίβανον»!

«Χά! Χά! Χά!» - γελοσε δυνατ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος κα ψευδίζοντας, κα χάϊδευε τν κοιλιά του, γιατί τανε καλοφαγς.

Στ μεταξ πάτερ - ρσένιος Σγουρς ζωντάνεψε καϊμένος, κ᾿ επε σιγαν χαμογελώντας κα τρίβοντας τ χέρια του:

«Δόξα σοι θεός, Κύριε μν ησο Χριστέ, πο μς λύτρωσες κ το κλύδωνος!» κ᾿ κανε τν σταυρό του.







πάτερ-Σίλβεστρος επε ν σηκωθονε ρθιοι, κ᾿ επε λίγες εχές, τ «Χριστς γεννται», κ᾿ στερα μ τ βροντερ φωνή του ψαλε:

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τν τιμιωτέραν κα νδοξοτέραν τν νω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ρ κα παράδοξον. Ορανν τ σπήλαιον, θρόνον χερουβικν τν Παρθένον, τν φάτνην χωρίον, ν νεκλήθη χώρητος Χριστς Θεός, ν νυμνοντες μεγαλύνομεν».

στερα καθήσανε στ τραπέζι.

Τέτοιο τραπέζι βλογημένο κα χαρούμενο δν γινε σ κανένα παλάτι. Τρώγανε κα ψέλνανε. Κα το πουλιο τ γάλα εχε πάνω, π τ μοσκοβολημένα τ᾿ ρνιά, τ τυριά, τ μανούρια, τς μυτζθρες, τς μπεκάτσες κα τ᾿ λλα πουλι το κυνηγιο, ς τ λακέρδα κα τ᾿ λλα τ πολίτικα πο φέρανε ο θαλασσινοί, καθς κα κρασ μπρούσικο.

ξω φυσομανοσε χιονις, κα βογγούσανε τ δέντρα κ᾿ θάλασσα π μακριά. νάμεσα στ βουΐσματα κουγόντανε κα τ κουδούνια π τ ζωνταν πο ναχαράζανε.

Μέσα π τ σπηλι βγαινε κόκκινη ντιφεγγι τς φωτις μαζ μ τς ψαλμωδίες κα μ τς χαρούμενες φωνές. Κι κυρ-Παναγς κλεβε κάπου-κάπου λίγον πνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ στερα ξυπνοσε κ᾿ ψελνε μαζ μ τ συνοδεία.

ληθινά, π τ Γέννηση το Χριστο δν λειπε τίποτα. λα πήρχανε:

τ σπήλαιο, ο ποιμένες, ο μάγοι μ τ δρα, κι διος Χριστς τανε παρν μ τος δυ μαθητές του, πο ελογούσανε «τν βρσιν κα τν πόσιν».

«Χριστούγεννα στην σπηλιά» ( από ένα βιβλίο του μεγάλου Μικρασιάτη συγγραφέα Φώτη Κόντογλου)

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

Λαϊκές αγορές και αστέγαστες ιστορίες…Χανιά της Κρήτης ! Μια υποδειγματική, στεγασμένη λαϊκή αγορά, πρότυπο και για την δική μας Πολιτεία...







Πολύς λόγος γίνεται τις μέρες αυτές για τους ξέμπαρκους μετανάστες, για τα μέτρα «σκούπας» πού ετοιμάζονται ( αμάν, και πότε…), και για τά νέα μέτρα πού αναμένονται μαζί με τον Υπουργό πού κι΄ αυτός, από εβδομάδα σε εβδομάδα…αναμένεται!

Επειδή όμως όλα αυτά τα έχουμε ξανακούσει, θα παρακάμψω το θέμα, έως ότου δούμε πραγματικά γεγονότα και όχι συζητήσεις του αέρα…

Πολύς λόγος λοιπόν γίνεται για τις λαϊκές αγορές και για τά όσα εξ΄ αιτίας τους τραβάμε.

Θυμόσοφα ο λαός μας, λέει:

«όσα τραβάει το κορμί τα φταίει τό κεφάλι» και στην προκειμένη περίπτωση το κεφάλι, ή μάλλον τά πολλά κεφάλια ανήκουν σε κάποιων Δημαρχιακών «αρμοδίων» πού φοβούμενοι προφανώς και τον ίσκιο τους διστάζουν να πάρουν αποφάσεις πολιτικού κόστους « μια κι΄ έξω»…

Όλοι μας όμως τά βλέπουμε αυτά, αλλά κανείς «πρακτικά» δεν διαμαρτύρεται!

Αν όμως, κάποιες ενδιαφερόμενες ομάδες συμπολιτών κλείνανε τίποτα δρόμους, κρατάγανε τίποτα πλακάτ, και είχανε και κάποιες ντουντούκες, να είστε βέβαιοι φίλοι μου ότι το θέμα θα έφτανε στο Δημοτικό Συμβούλιο μέσα στο πρώτο 24ωρο !

Κι΄ όχι μόνο θα έφτανε, αλλά θα έπαιρνε τον δρόμο του για μία αξιοπρεπή λύση, μια «και ο κόσμος, ( ο λαός πού λέμε εμείς οι δημοκράτες των «προοδευτικών δυνάμεων»), φωνάζει !

Πατρινοί και Πατρινές, ξυπνήστε !

Εάν δεν βγείτε με ντουντούκες, εάν δεν χτυπήσετε κατσαρόλες και ντενεκέδες, εάν δεν φωνάξετε και κλείσετε δρόμους, ουδείς από την κεντρική διοίκηση θα σας ακούσει!

Αλλά δυστυχώς, πολλοί δεν έχουμε καταλάβει ακόμη, ότι η παλιά νοοτροπία μπέηδων και αγάδων πού νιάζονταν ( τρόπος του λέγειν) για τον λαουτζίκο έχει περάσει, κι΄ ότι τώρα εάν δεν διαμαρτυρηθείς συλλογικά και εντονότατα, ουδείς κρατικός φορέας σε ακούει…

Θυμήθηκα λοιπόν σχετικά κάτι, και αυτό τώρα θα καταθέσω, όταν πρίν μερικά χρόνια, βρέθηκα στα Χανιά της Κρήτης !

Είδα λοιπόν και θαύμασα ( το καλό πάντα να λέγεται ), τό τι έχει πετύχει εκεί κάτω η τοπική κοινωνία και οί Δημοτικοί άρχοντες, σχετικά με τις λαϊκές αγορές…

Όλες τις μέρες τις εβδομάδας πουθενά δεν συναντάς λαϊκές αγορές! Ρώτησα και έμαθα το γιατί;

Δεν χρειάζονται, μού είπαν.

Έχουμε μόνο μία, και μάλιστα στεγασμένη, με όλα τά αγαθά του Θεού μέσα!

Πράγματι, την επισκέφτηκα και δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω την τάξη, την σειρά, την καθαριότητα, την ησυχία, αλλά και το πλήθος των πραματειών πού υπήρχαν εκεί μέσα. Εδώ τά φρούτα, εκεί τά ψάρια, εκεί τά τυριά, παραπέρα τά βιολογικά προϊόντα, πιο πέρα κάτι άλλο.

Ούτε φωνές, ούτε διαπληκτισμοί, ούτε σάχλες πού μερικοί ξεστομίζουνε « όλα τά σφάζουμε κι΄ όλα τά μαχαιρώνουμε», κι΄ « εδώ οί…ζωντανές πατάτες» ( λές και οί άλλες είναι ψόφιες ), ή, ακόμη τους πάγκους μέσα στην μέση των δρόμων και τά καφάσια αφημένα μπροστά στις πόρτες των σπιτιών από την προηγούμενη νύχτα, κάτι δηλαδή σαν Τούρκικο γιουσουρούμ και Ινδικό παζάρι της οκάς κινδυνεύοντας μάλιστα να παραπατήσουμε και να σκοτωθούμε…

Όλοι βλέπουν τά χάλια πού υπάρχουν, κι΄ αυτή την απαράδεκτη τριτοκοσμική κατάσταση πού επικρατεί, την κυκλοφορία πού μπλοκάρεται, τους περίοικους πού διαμαρτύρονται, τις γάτες και τα ποντίκια πάνω στα απομεινάρια της αγοράς, ( « εμείς πουλήσαμε και φύγαμε και βγάλτε τα μάτια σας περίοικοι…), αλλά ουδενός το αυτί ιδρώνει εκτός εάν έχει γρίπη οπότε δικαιολογείται…

Στεγασμένες λοιπόν λαϊκές μας χρειάζονται, με τάξη και καθαριότητα, χωρίς ενόχληση και χωρίς σκουπίδια, και επί πλέον με μία οριοθέτηση κι΄ ένα ξεκαθάρισμα αδειών απέναντι σ΄ αυτόν τον γιγαντισμό πού τώρα παρατηρείται και πού καμία αρχή πιά δεν μπορεί να ελέγξει…

Πατρινοί και Πατρινές, ξυπνήστε !

Εάν δεν βγείτε με ντουντούκες, εάν δεν χτυπήσετε κατσαρόλες και ντενεκέδες, εάν δεν φωνάξετε και κλείσετε δρόμους, ουδείς από την κεντρική διοίκηση θα σας ακούσει!

Κι΄ εσύ Δήμαρχε μη καθυστερείς πιά, αγωνιστής είσαι, κάτι λοιπόν πρέπει να κάνεις, αρκετά ώς εδώ, και δεν πάει άλλο…


Άντε, και ανθίσανε κυκλάμινα ως πού να φτιάξει η Δημαρχία την γούβα !!!

Η ιστορία μιάς γούβας… ( από προσωπική της συνέντευξη )







«Το μόνο πού θυμάμαι ήταν πώς με πάτησε ένα μεγάλο φορτηγό και μετά κατέρρευσα, υποχώρησα, τι άλλο να κάνω; Αλλά και πού να πάω; Τρύπωσα λοιπόν μέσα στην άσφαλτο κι΄ έγινα κι΄ εγώ μια μεγάλη, βαθιά, και επικίνδυνη γούβα!

Μάθαινα κατά καιρούς βέβαια, από τις βρισιές πού άκουγα από πάνω μου, ότι με δίνανε πεσκέσι στα συνεργεία αλλά κανείς δεν ερχόταν για διόρθωμα. Με είχανε περιφρονημένη όλοι τους…

Όλοι με βλαστημάγανε, και μάλιστα αυτοί με τά μηχανάκια.

Μια φορά, από τις πολλές καί πού να τις θυμάμαι τώρα όλες, πέρασε κι΄ ένας Αντιδήμαρχος, πράσινος ήτανε; Μπλέ ήτανε;

Πάντως κόκκινος δεν ήτανε !

Μόλις λοιπόν έπεσε η λιμουζίνα του μέσα στο χάος και τραντάχτηκε λίγο η κομπρεσσόρα του, γύρισε στον οδηγό του και τούκανε αυστηρή παρατήρηση, πώς σημαδεύει όλο στις γούβες. Ήτανε ανοιχτό το παράθυρό του, τον άκουσα, και σκέφτηκα:

«Έ, ρέ Αντιδήμαρχε, αυτούς με τα δίκυκλα δεν τους σκέφτεσαι καθόλου πού πέφτουν κάθε μέρα μέσα !

Μόνο στενοχωρήθηκε τώρα η καθησιά σου, πού έπεσες στο χαντάκι μου;

Πέντε μήνες τώρα πού βρίσκομαι εδώ, άφτιαχτη, απεριποίητη, χαρτί και μολύβι δεν είχες πάνω σου να με σημειώσεις κι΄ εσύ για δόσιμο, έστω καί στο…195; Γιατί, πού το ξέρεις, ίσως να σ΄ άκουγαν καλύτερα εσένα…»

Αυτά σκέφτηκα, αυτά φώναξα, κι΄ ακόμη περιμένω μήπως και μ΄ άκουσε και στείλει κανένα νεκροθάφτη από το Νεκροταφείο να με επιδιορθώσει μη θρηνήσουμε και κανένα θύμα…

Πού ξέρεις, «αρμόδιος» είναι κι΄ αυτός, και κάτι ίσως μπορεί να κάνει, περισσότερο από τους άλλους!

Εδώ, τό 195 για τις βλάβες του Δήμου Πατρών καθώς και ο κάλαθος των αχρήστων όπου (προφανώς ) καταλήγουν μέσα, οί περισσότερες καταγγελίες των πολιτών για απόσυρση παλαιών οχημάτων…






Τά όσα πιο πάνω αναφέρονται ανήκουν στον « ημερήσιο κύκλο παραλείψεων», αυτής της δυστυχισμένης πολιτείας…

Σήμερα-χθές λοιπόν, πρόσεξα μια νέα συνέντευξη του Αντιδήμαρχου Καθαριότητος μέσα στην οποία για κάθε πρόβλημα, μας παραπέμπει κι΄ αυτός πάλι στο «195», τον αποδιοπομπαίο τράγο όλων των υποθέσεων επί του οποίου φορτώνονται όλες οί πιθανές και απίθανες λύσεις…

Προφανώς κάποιοι θεώρησαν, ότι επειδή βάλανε ένα νούμερο, αυτό είναι πανάκεια «γιά πάσα νόσο και πάσα ασθένεια…», κι΄ ότι όλα βαίνουν καλώς και όρτσε-πρίμα μόλις και πάρεις αυτό το νούμερο;

Άμ, δε..

Όταν λοιπόν έχεις δώσει «αναγγελία», όχι γάμου αλλά περισυλλογής πεταμένου αυτοκινήτου, όχι μία αλλά 5 τουλάχιστον φορές στο 195, ενός ερειπίου δηλαδή, χωρίς αριθμούς, χωρίς τέλη κυκλοφορίας, με σκασμένα τζάμια και λάστιχα, άντρο γατών, ποντικών, νυχτερίδων, φιδιών, και κουκουβάγιων, μπροστά στην είσοδο μάλιστα μιάς πολυκατοικίας, και βλέπεις να παραμένει εκεί στην θέση του, 3 χρόνια τώρα, τι πρέπει να σκεφτείς;

Τι άλλο, από τό ότι η «υπηρεσία περισυλλογής» θέλει περισυλλογή και ή ίδια, οπότε την ρίχνουμε στα αζήτητα για να μη λέει και ο κόσμος ότι τον κοροϊδεύουμε…

Καθαρές δουλειές κύριοι αρμόδιοι, για να μη γελάει και ο κόσμος!

Ερείπια πραγματικά, σκορπισμένα σ΄ όλη την πολιτεία, και μάλιστα αρκετά απ΄ αυτά και με την βούλα τής Δημαρχίας επάνω τους και με «προθεσμία 40 ημερών, είδ΄ άλλως το μαζεύουμε » ( άλλο αστείο αυτό), αλλά έν τούτοις να παραμένουν αμάζευτα χρόνια ολόκληρα…

Ως πότε όμως;

Το κυκλοφοριακό θέριεψε, οί δρόμοι με το παραμικρό κλείνουνε, τά πάρκινγκ δεν επαρκούν, ή σπάθα του λεγόμενου «ιστορικού κέντρου» έχει γονατίσει απαγορευτικά την πολιτεία χωρίς κανείς να φροντίζει δυναμικά για τον αποχαρακτηρισμό της, οί κλήσεις πέφτουν βροχή τρώγοντας μισθούς και μεροκάματα φτωχών βιοπαλαιστών και των οικογενειών τους, κυνηγιούνται τά ΙΧ από το κέντρο κι΄ έχουνε φρακάρει τις περιφερειακές μικρογειτονιές δημιουργώντας εστίες επεισοδίων,

Εκείνο πού μας μάρανε ήταν η απαίτηση από το 195 να δίνει κάθε πολίτης όλα τα στοιχεία του, «για να δέσει η υπόθεση και να προχωρήσει το ζήτημα…»

Πολλά δεν ζητάτε καλοί μου άνθρωποι;

Μήπως δηλαδή θέλατε και απόσπασμα ποινικού μητρώου για να πάτε να μαζέψετε ένα πεταμένο αυτοκίνητο πού πιάνει πολύτιμες θέσεις χρόνια ολόκληρα;

Μά είναι ποτέ δυνατόν μέ τέτοιες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις :

« πώς λέγεσαι; Πού μένεις; Ποιό είναι το τηλέφωνό σου; Πώς λέγετε η μάνα σου, και πώς ο πατέρας σου; », είναι δυνατόν Δημοτικοί μου αρμόδιοι, να σας εμπιστευτεί πολίτης;

Γιά να το μάθει μετά ο γείτονας ότι εσύ έκανες την καταγγελία να πάρει το κοτέτσι του από τον δρόμο, και να έλθει μετά με κανένα Ζωνιανό με καραμπίνα και να σε στήσει στον τοίχο;

Λέγονται και ζητιούνται αυτά τά πράγματα στην πονηρή εποχή μας;

Και όλα αυτά για να μαζέψουνε ένα σαράβαλο! Η τηλεφωνική γραφειοκρατία σε όλο το μεγαλείο της, και μάλιστα με ελάχιστο, μηδενικό αποτέλεσμα. Θαυμάστε τους…

« Μά επί τέλους, σε ποιόν φανταστικό κόσμο ζείτε, κύριοι Δημοτικοί υπεύθυνοι;

Και πώς να σας εμπιστευτεί ο απλός και χωρίς μέσον πολίτης;

Και μη μας πείτε τώρα ότι τελείωσε η σύμβαση με τον πρώτο εργολάβο συγκομιδής και τώρα θα βάλουμε άλλον…» γιατί αυτό το παραμύθι το ακούμε χρόνια και χρόνια τώρα σε κάθε διαμαρτυρία για περισυλλογή εγκαταλελειμμένων, αλλά τά διάσπαρτα σαράβαλα σας διαψεύδουν…»