Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2007

Δήμαρχε, άκου κάλαντα γι΄ αυτή την πολιτεία, πού την επαρατήσατε, «πολιτική αδεία…»


«Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα», ένα έργο του μεγάλου ζωγράφου Νικηφ. Λύτρα


Καλήν ημέρα άρχοντες, της Πάτρας μας πασάδες, πού ολοχρονίς δουλέψατε, γιά εμάς τους τραχανάδες…

Πού φτιάξατε έργα πολλά, στο κατά φαντασίαν, κάνοντας πειραματισμούς, χωρίς φαιάν ουσίαν…

Πού αφήσατε τους δρόμους μας, να γίνουν γι΄ αραμπάδες, και πού μας καταντήσατε σαν μαύρους κι΄ αραπάδες…

Πού γούβωσε η Αγιαντρεός, Μαιζώνος και Κορίνθου, κι΄ εσείς καπνό φουμάρετε, αέρος αορίστου…

Εύγε στους εργολάβους σας, πού φτιάχνουνε τις γούβες, και στις βροχές ανοίγουνε, γενόμενες τουλούμπες…

Εύγε πού καθαρίσατε όλη την Πολιτεία, δίνοντας όψη χαρωπή, γεμάτη δυσωδία…

Άτζαφλο καί το μάζεμα, σκορπίζοντας σκουπίδια, άλλα πετιούνται από εδώ, κι΄ άλλα τα τρών΄τα ζούδια…

Πότε θα ελέγξεις Δήμαρχε αυτούς τους παρανόμους, πού βάλαν «NO PARKING» και «GARAZ», και κλείσανε τους δρόμους…

Πού γέμισε η πόλη μας, ψεύτικες πινακίδες, κι΄ έχοντας θράσος περισό, το παίζουν και ατσίδες……

Κι΄ όσο για τ΄ αυτοκίνητα πού είν΄ σακατεμένα, τους βάζετε ένα χαρτί και τίποτα πιο πέρα…

Πού «διώξατε» τους Αφγανούς, Τσιγγάνους, Τουρκομάνους, αλλ΄ έμειναν οί Αναρχικοί να σας φωνάζουν νάνους…

Πού πήρατε μέ εκλογές, αυτή την πολιτεία, και δώσατε υπόσχεση, για «Νέα Δημαρχία»…

Τίποτα όμως δεν άλλαξε, ούτε και το «Ανδρέας», τι Φούρας, τι Καράβολας, και όλης της παρέας…

Θέλουμε έργα Δήμαρχε, κι΄ όχι αργομισθίες, πέντε για να δουλεύουνε και τρείς για επιστασίες…

Εύγε όμως στον φωτισμό, αυτών των Χριστουγέννων, παίρνετε 10 με βαρύ τόνο, εκ των υστέρων…

Ευχόμαστε όλοι το «ΟΚΤΩ», να φέρει ευτυχία, να φύγουνε οί ποντικοί, καί νάχουμε ησυχία…

Κι΄ αν τίποτα απ΄ όλα αυτά, δεν κάνετε ποτέ σας, να ζήσετε χρόνια πολλά μ΄ αυτό το ριζικό σας…

Έτσι είμαστε οί Πατρινοί, ψηφίζουμε για κόμμα, κι΄ άς είμαστε σ΄ αναμονή, χρόνια πολλά ακόμα…

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Ο Άγιος Βασίλειος και ο Γιάννης ὁ Εὐλογημένος! ...και με πολλές ευχές για Καλή Χρονιά σε όλο τον κόσμο !


Ερείπια της αρχαίας Καισάρειας της Καπαδοκίας ( στην Τουρκία ), πατρίδας του Αγίου Βασιλείου, πού ουδεμία σχέση έχει με τον κοκινομάγουλο Santa Claus πού συνήθως διαφημίζει η Δύση



Σ
ν περάσανε τ Χριστούγεννα, ο γιος Βασίλης, πρε τ ραβδί του κα γύρισε σ᾿ λα τ χωριά, ν δε ποις θ τόνε γιορτάσει μ καθαρ καρδιά.

Πέρασε π λογιν-λογιν Πολιτεες κι π κεφαλοχώρια, μ σ᾿ ποια πόρτα κι ν χτύπησε δν τ᾿ νοίξανε, πειδ τν πήρανε γι διακονιάρη.

Κ᾿ φευγε πικραμένος, γιατ διος δν εχε νάγκη π τος νθρώπους, μ νοιωθε τ πόσο θ πονοσε καρδι κανενς φτωχο π τν πονι πο το δείξανε κενοι ο νθρωποι.

Μι μέρα φευγε π να τέτοιο σπλαχνο χωριό, κα πέρασε π τ νεκροταφεο, κ᾿ εδε τ κιβούρια πς τανε ρημαγμένα, ο ταφόπετρες σπασμένες κι ναποδογυρισμένες,κα τ νιόσκαφτα μνήματα ετανε σκαλισμένα π τ τσακάλια.

Σν γιος πο ετανε κουσε πς μιλούσανε ο πεθαμένοι κα λέγανε:

«Τν καιρ πο εμαστε στν πάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι φήσαμε πίσω μας παιδι κ᾿ γγόνια ν μς νάβουνε κανένα κερί, ν μς καίγουνε λίγο λιβάνι μ δν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπ στ κεφάλι μας ν μς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρ σν ν μν φήσαμε πίσω μας κανέναν».

Κι γιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ επε:

«Τοτοι ο χωριάτες οτε σ ζωνταν δ δίνουνε βοήθεια, οτε σ πεθαμένον», κα βγκε π τ νεκροταφεο, κα περπατοσε λομόναχος μέσα στ παγωμένα χιόνια.

Παραμον
τς πρωτοχρονις φταξε σ κάτι χωρι πο ετανε τ πι φτωχ νάμεσα στ φτωχοχώρια, στ μέρη τς λλάδας.

παγωμένος γέρας βογκοσε νάμεσα στ χαμόδεντρα κα στ βράχια, ψυχ ζωνταν δν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εδε μπροστά του μι ραχούλα, κι π κάτω της ετανε μι στρούγκα τρυπωμένη.

γιος Βασίλης μπκε στ στάνη κα χτύπησε μ τ ραβδί του τν πόρτα τς καλύβας κα φώναξε:

«λεστε με, τν φτωχό, γι τν ψυχ τν ποθαμένων σας κι Χριστός μας διακόνεψε σ τοτον τν κόσμο!».

Τ σκυλι ξυπνήσανε κα χυθήκανε πάνω του, μ σν πήγανε κοντά του κα τν μυριστήκανε, πιάσανε κα κουνούσανε τς ορές τους κα πλαγιάζανε στ ποδάρια του κα γρούζανε παρακαλεστικ κα χαρούμενα.

πάνω σ᾿ ατά, νοιξε πόρτα κα βγκε νας τσοπάνης, ς εκοσιπέντε χρονν παλληκάρι, μ μαρα στριφτ γένεια, Γιάννης Μπαρμπάκος, νθρωπος θος κι πελέκητος, προβατάνθρωπος, κα πρν ν καλοϊδε ποις χτύπησε, επε:

«λα, λα μέσα. Καλ μέρα, καλ χρονιά!».

Μέσα στ καλύβι φεγγε να λυχνάρι, κρεμασμένο π πάνω π μία κούνια, πο ετανε δεμένη σ δυ παλούκια. Δίπλα στ τζάκι ετανε τ στρωσίδια τους κα κοιμότανε γυναίκα το Γιάννη. ατός, σν μπκε μέσα γιος Βασίλης, κ᾿ εδε πς ετανε γέρος σεβάσμιος, πρε τ χέρι του κα τ᾿ νεσπάσθηκε κ᾿ επε:

«Νά χω τν εχή σου, γέροντα», κα τό λεγε σν ν τν γνώριζε κι π πρωτύτερα, σ νά νατανε πατέρας του.

Κα κενος το επε:

«Βλογημένος νά σαι, σ κι λο τ σπιτικό σου, κα τ πρόβατά σου ερήνη το Θεο νά ναι πάνω σας!».

Σηκώθηκε κ᾿ γυναίκα κα πγε κα προσκύνησε κα κείνη τν γέροντα κα φίλησε τ χέρι του κα τ βλόγησε.

Κι γιος Βασίλης ετανε σν καλόγερος ζητιάνος, μ μι σκούφια παλι στ κεφάλί του, κα τ ράσα του ετανε τριμμένα κα μπαλωμένα κα τ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εχε κ᾿ να παλιοτάγαρο δειανό.

Γιάννης Βλογημένος βαλε ξύλα στ τζάκι. Κα παρευθύς, φεγγοβόλησε τ καλύβι κα φάνηκε σν παλάτι. Κα φανήκανε τ δοκάρια, σ νά τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ ο πητις πο ετανε κρεμασμένες φανήκανε σν καντήλια, κ᾿ ο καρδάρες κα τ τυροβόλια κα τ᾿ λλα τ σύνεργα πο τυροκομοσε Γιάννης, γινήκανε σν σημένια, κα σν πλουμισμένα μ διαμαντόπετρες φανήκανε, κα τ᾿ λλα, τ φτωχ τ πράγματα πού χε μέσα στ καλύβι του Γιάννης Βλογημένος.

Κα τ ξύλα πο καιγόντανε στ τζάκι τρίζανε κα λαλούσανε σν τ πουλι πο λαλονε στν παράδεισο, κα βγάζανε κάποια εωδι πάντερπνη. Τν γιο Βασίλη τν βάλανε κ᾿ κατσε κοντ στ φωτι κ᾿ γυναίκα το θεσε μαξιλάρια ν κουμπήσει. Κι γέροντας ξεπέρασε τ ταγάρι του π τ λαιμό του κα τ βαλ κοντά του, κ᾿ βγαλε κα τ παλιόρασό του κι πόμεινε μ τ ζωστικό του.

Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κι ρμεξε τ πρόβατα μαζ μ τν παραγυιό του, κ᾿ βαλε μέσα στν κοφινέδα τ νιογέννητα τ᾿ ρνιά, κι στερα χώρισε τς τοιμόγεννες προβατίνες κα τς κράτησε στ μαντρί, κι παραγυις τά βγαλε τὰ᾿ λλα στ βοσκή.

Λιγοστ ετανε τ ζωντανά του, φτωχς ετανε Γιάννης, μ ετανε Βλογημένος.

Κ᾿ εχε μία χαρ μεγάλη, σ κάθε ρα, μέρα κα νύχτα, γιατ ετανε καλς νθρωπος κ᾿ εχε κα καλ γυναίκα, κι ποιος λάχαινε ν περάσει π τν καλύβα τους, σν νά τανε δελφός τους, τν περιποιόντανε.

Γι τοτο κι γιος Βασίλης κόνεψε στ σπίτι τους, κα κάθησε μέσα, σ νά τανε δικό του σπίτι, κα βλογηθήκανε τ θεμέλιά του.

Κείνη τ νύχτα τν περιμένανε λες ο πολιτεες κα τ χωρι τς Οκουμένης, ο ρχόντοι, ο δεσποτάδες κ᾿ ο πίσημοι νθρποι μ κενος δν πγε σ κανέναν, παρ πγε κα κόνεψε στ καλύβι το Γιάννη το Βλογημένου.

Τ λοιπόν, σν σκαρίσανε τ πρόβατα, μπκε μέσα Γιάννης κα λέγει στν γιο:

«Γέροντα, χω χαρ μεγάλη. Θέλω ν μς διαβάσεις τ γράμματα τ᾿ η-Βασίλη. γ εμαι νθρωπος γράμματος, μ γαπ τ γράμματα τς θρησκείας μας. χω κα μία φυλλάδα π ναν γούμενο γιονορίτη, κι ποτε τύχει ν περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τν βάζω κα μο διαβάζει π μέσα τν φυλλάδα, γιατ δν χουμε κοντά μας κκλησία».

πιασε κα θαμπόφεγγε κατ τ μέρος τς νατολς.

γιος Βασίλης σηκώθηκε κα στάθηκε κατ τν νατολ κ᾿ κανε τ σταυρό του, στερα σκυψε κα πρε μία φυλλάδα π τ ταγάρι του, κ᾿ επε:

«Ελογητς Θες μν πάντοτε,νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων».

Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κα στάθηκε π πίσω του, κ᾿ γυναίκα βύζαξε τ μωρ κα πγε κα κείνη κα στάθηκε κοντά του, μ σταυρωμένα χέρια.

Κι γιος Βασίλης επε τ «Θες Κύριος» κα τ᾿ πολυτίκιο τς Περιτομς

«Μορφν ναλλοιώτως νθρωπίνην προσέλαβες», δίχως ν πε κα τ δικό του τ πολυτίκιο πο λέγει «Ες πάσαν τν γν ξλθεν φθόγγος σου».

φωνή του ετανε γλυκει κα ταπεινή, κι Γιάννης κ᾿ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ς μν καταλαβαίνανε τ γράμματα.

Κ᾿ επε γιος Βασίλης λον τν ρθρο κα τν Κανόνα τς ορτς: «Δετε λαο σωμεν σμα Χριστ τ Θε, χωρς ν πε τ δικό του τν Κανόνα, πο λέγει «Σο τν φωνν δει παρεναι, Βασίλειε». Κ᾿ στερα επε λη τ λειτουργία κ᾿ κανε πόλυση κα τος βλόγησε.

Κα σν καθήσανε στ τραπέζι κα φάγανε κι ποφάγανε, φερε γυναίκα τ βασιλόπητα κα τν βαλε πάνω στ σοφρ.

Κι γιος Βασίλης πρε τ μαχαίρι κα σταύρωσε τ βασιλόπητα, κ᾿ επε:

«Ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος κ᾿ κοψε τ πρτο τ κομμάτι κ᾿ επε «το Χριστο» κ᾿ στερα επε «τς Παναγίας», κ᾿ στερα επε «το νοικοκύρη Γιάννη το Βλογημένου».

Το λέγει Γιάννης:

«Γέροντα, ξέχασες τν η- Βασίλη!».

Το λέγει γιος:

«Ναί, καλά! κ᾿ στερα λέγει: «Το δούλου το Θεο Βασιλείου». Κ᾿ στερα λέγει πάλι: «Το νοικοκύρη, «τς νοικοκυρς», «το παιδιο», «το παραγυιο», «τν ζωντανν», «τν φτωχν».

Τότε λέγει στν γιο Γιάννης Βλογημένος:

«Γέροντα, γιατί δν κοψες γι τν γιωσύνη σου;»

Το λέγει γιος:

«κοψα, Βλογημένε!» μά, Γιάννης δν κατάλαβε τίποτα, μακάριος.

Κ᾿ στερα, σηκώθηκε ρθιος γιος Βασίλειος κ᾿ επε τν εχή του

«Κύριε Θεός μου, οδα τι οκ εμ ξιος, οδ κανός, να π τν στέγην εσέλθς το οκου τς ψυχς μου».

Κ᾿ επε Γιάννης Βλογημένος:

«Πές μου, γέροντα, εσύ πο ξέρεις γράμματα, σ ποι παλάτια ραγες πγε σν πόψε γιος Βασίλης; Άλλωστε ο ρχόντοι κ᾿ ο βασιληάδες τί μαρτίες νά χουνε; μες ο φτωχο εμαστε μαρτωλοί, πειδς φτώχειά μας κάνει ν κολαζόμαστε».

Κι γιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ επε πάλι τν εχή, λλοιώτικα:

«Κύριε, Θεός μου, οδα τι δολος σου ωάννης πλος στν ξιος κα κανς να π τν στέγην του εσέλθς. τι νήπιος πάρχει κα τ μυστήριά Σου τος νηπίοις ποκαλύπτεται…»

Κα πάλι όμως δν κατάλαβε τίποτα Γιάννης μακάριος, Γιάννης Βλογημένος ( ότι είχε μπροστά του τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο, πού χιλιάδες άνθρωποι μικροί και μεγάλοι του κόσμου τούτου θα ήθελαν την επίσκεψή του...)

Φώτης Κόντογλου - Γιάννης Ελογημένος!

«Διηγήματα τν Χριστουγέννων», κδόσεις ρμός