Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

2007 -- Η Βηθλεέμ κοιμάται… Εδώ ακριβώς, πρίν 2000 χρόνια, στην ίδια αυτή πολιτεία, νύχτα και πάλι,αντήχησαν οί φωνές των Αγγέλων και οι δοξολογίες...

« Δόξα έν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη…»

Μεγάλες γιορτές έρχονται, καιρός λοιπόν νά ξεφύγουμε κι΄ εμείς από τίς καθημερινές γκρίνιες ( πού δεν τελειώνουν ποτέ ), και ένα μικρό Χριστουγεννιάτικο διήγημα άς ελπίσουμε ότι θα είναι το πιο κατάλληλο να μας μεταφέρει σε άλλους καιρούς, και σε άλλες πιο ευλογημένες εποχές, των χαμένων πατρίδων της Μικρασιατικής γής…

«Χριστούγεννα στ σπηλιά» (του Φώτη Κόντογλου)

« Ήταν παραμονές Χριστουγέννων ! Συνήθεια τόχουν να πνε πάντα μαζί, χιονιάς καί Χριστούγεννα,

Μ κείνη τ χρονι ο καιρο τανε φουρτουνιασμένοι παρ φύση. Χιόνι δν ρριχνε. Μοναχ πο τμόσφαιρα τανε θυμωμένη, κα φυσούσανε σκληρο βοριάδες μ χιονόνερο κα μ᾿ στραπές. Καμμι βδομάδα καιρς καλωσύνεψε κα φυσοσε μία τραμουντάνα πο ρμενιζότανε.

Τν παραμον όμως π τ πρωΐ ορανς τανε μαρος σν μολύβι, κ᾿ πιασε κ᾿ ρριχνε βελονιαστ χιονόνερο.

Σ μία τοποθεσία πο τ λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε να μαντρ μ γιδοπρόδατα, πάνω σ μι πλαγι το βουνο πο κοίταζε κατ τ πέλαγο…

Ο τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σ μι σπηλι πο βρισκότανε παραμέσα κα πι ψηλ π τ μάντρα κα πο κοίταζε κατ τ νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, μ τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι ψηλ ς τρία μπόγια. Τ ζωνταν σταλιάζανε κάτω π τς χαμηλς σάγιες, πο σκυβες γι ν μπες μέσα. Σωρο π κοπρι στεκόντανε δ κ᾿ κε, κα βγάζανε μία σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, τ χμα τανε σκουπισμένο κα καθαρό, γιατί ο τσομπάνηδες τανε μερακλδες, κα βάζανε τ παιδι κα σκουπίζανε ταχτικ μ κάτι σκοπες κανωμένες π στοιβιές.

ρχιτσέλιγκας τανε Γιάννης Μπαρμπάκος, νας νθρωπος μισάγριος, γεννημένος νάμεσα στ γίδια κα στ πρόβατα. τανε μαρος, μαλλιαρός, μ γένεια μαρα κόρακας, σγουρ κα σφιχτ σν το κριαριο. Φοροσε σαλβάρια κοντ ς τ γόνατο, σελάχι στ μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαρι τζεσμέδια στ ποδάρια του· τ κεφάλι του τ εχε τυλιγμένο μ᾿ να μεγάλο μαντίλι σν σαρίκι, κ᾿ ο μαρχαμάδες [= τ κρόσια] κρεμόντανε στ πρόσωπό του.

ρχαος νθρωπος!

Εχε δυ παραγυιούς, τν λέξη κα τν Δυσσέα, δυ παλληκαρόπουλα ς εκοσι χρονν. Εχε κα τρία παιδιά, πο τος βοηθούσανε στ᾿ ρμεγμα κα κοιτάζανε τ μαντρ νά ναι καθαρό. Ατς ο ξι ψυχς ζούσανε σ κενο τ μέρος, κρυφ π τν Θεό. νάρια βλέπανε νθρωπο.


σπηλι τανε καπνισμένη κι βράχος εχε μαυρίσει ς πάνω π τν καπνι πο βγαινε π τ στόμα τς σπηλις.

κε μέσα εχανε τ γιατάκια τους, σν μεντέρια, στρωμένα μ προβιές. Στος τοίχους τς σπηλις εχανε μπήξει παλούκια μέσα στς σκισμάδες το βράχου, κα κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια κα μαχαίρια, λς κ᾿ τανε λημέρι τν ληστν. π᾿ ξω φυλάγανε ο σκύλοι, λοι γριοι σν λύκοι.

κροθαλασσι βρισκότανε ς να τσιγάρο πόσταση π τ μάντρα. τανε ρημη, κι λλο δν κουγότανε κε πέρα παρ μοναχ γκομαχητς το πελάγου, μέρα - νύχτα. Μ τν βορι πάγκιαζε, κα καμμι φορ πόδιζε κανένα καΐκι. λλις δν βλεπες βάρκα πουθενά. π τ μαντρ γνάντευε κανένας τ πέλαγο νάμεσα στ δέντρα, κα τ μάτι ξεχώριζε καθαρ τ βουν τς Μυτιλήνης.

Τν παραμον τ Χριστούγεννα, επαμε πς καιρς χάλασε, κι ρχισε ν πέφτει χιονόνερο. Ο τσομπάνηδες εχανε μαζευτε στ σπηλι κι νάψανε μία μεγάλη φωτι κα κουβεντιάζανε. Τ παιδι εχανε σφάξει δυ ρνι κα τ γδέρνανε. λέξης βαλε πάνω σ᾿ να ράφι μυτζθρες κα τυρ νάλατο μέσα στ τυροβόλια, γίζι κα γιαούρτι.

Δυσσέας εχε μία παλι Σύνοψη, κ᾿ πειδ γνώριζε λίγο π ψαλτικ κ᾿ ξερε κα πέντε γράμματα, διάβαζε τς Κυριακάδες κι ποτε τανε γιορτ κανένα τροπάρι κα λιγοστ π τν ξάψαλμο. κείνη τν ρα φυλλομετροσε τ Σύνοψη, γι ν δε τί γράμματα τανε ν πε.

Θά τανε ρα σπερινο. Κείνη τν ρα κούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πς θά τανε τίποτα κυνηγοί· τ να παιδί, πο εχε πάγει ν φέρει ξύλα μ τν γάϊδαρο, επε πς τ πρω εχε κούσει τουφεκις κατ τν π μέσα θάλασσα, κατ τν γι-Παρασκευή. Ο σκύλοι πιάσανε κα γαβγίζανε λοι μαζ κα πεταχτήκανε ξω π τ μάντρα.

Σ λίγο φανερωθήκανε π πάνω π τ σπηλι δυ νθρωποι μ τουφέκια, κα φωνάζανε τος τσομπάνηδες ν μαζέψουνε τ σκυλιά, πο χυμήξανε πάνω τους. Σκούρης φησε τος νθρώπους κι ρπαξε να π τ ζαγάρια πού χανε ο κυνηγο κα τ ξετίναζε ν τ πνίξει. κυνηγς ρριξε πάνου του, κα τ σκάγια τν πόνεσανε κα γύρισε πίσω, μαζ μ τ᾿ λλα μαντρόσκυλα, πο πηγαίνανε πισώδρομα σο κατεβαίνανε ο κυνηγοί.

Τέλος πάντων, βγκε Μπαρμπάκος μ τος λλους κα πιάσανε τν Σκούρη κα τν δέσανε, διώξανε κα τ᾿ λλα σκυλιά.

«ρα καλή, βρ παιδιά!» φώναξε Παναγς Καρδαμίτσας, ζωσμένος μ τ φυσεγκλίκια, μ τ ταγάρι γεμάτο πουλιά.

λλος, πο τανε μαζί του, τανε γυιός του Δημητρός.

«Πολλ τ τη!» ποκριθήκανε Μπαρμπάκος κ᾿ συντροφιά του. «Καλς ρίσατε!»

Τος πήγανε στ σπηλιά.

«Μωρέ, τ᾿ εν᾿ δ; Παλάτι! Παλάτι μ βασιλοπολες!» επε μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τς μυτζθρες πο χνίζανε.

Τος βάλανε ν καθήσουνε, τος κάνανε καφέ. Ο κυνηγο εχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.

«Βρ δερφέ», λεγε μπάρμπα-Παναγής, «ποις ν τό λεγε, χρονιάρα μέρα, πς θ κάνουμε Χριστούγεννα στ σπήλαιο πο γεννήθη Χριστός! χτς περάσαμε στν γι-Παρασκευή, ν κυνηγήσουμε λίγο. , δικός μας εναι γούμενος, κοιμηθήκαμε στ μοναστήρι, κα σήμερα τν αγ βγήκαμε στ κυνήγι. Βλέποντας πς φουρτούνιασε καιρός, επαμε πς δ θ μπορέσουμε ν περάσουμε τ μπουγάζι μ τ σαπιόβαρκα το μπάρμπα-Μανώλη το Βασιλέ. Κ᾿ πειδ ξέραμε π᾿ λλη φορ τ μαντρί, κα μ τ κυνήγι πέσαμε σ τοτα τ σύνορα, επαμε ν ρθουμε στ᾿ ρχοντικό σας... Μωρέ, τί σκύλο χετε; Ατ εναι θηρίο, σλάνι κα καπλάνι!

Μπρέ, μπρέ, μπρέ! τ ζαγάρι τ πετσόκοψε! Γι κοίταξε τί χάλια τό κανε!»

Κα γύρισε σ μία γωνι τς σπηλις, πο κλαμούριζε τ σκυλ κ᾿ τρεμε σν θερμιασμένο.

«λα δ, Φλόξ! Φλόξ!»

Μ Φλξ π τν τρομάρα της τρύπωνε πι βαθιά.

μα πιανε δυ-τρία κονιάκια, μπάρμπα-Παναγς ρχισε ν μασ τ μουστάκια του, κα στ τέλος πιασε ν τραγουδ:

Καλν σπέραν, ρχοντες, ν εναι ρισμός σας,
Χριστο τν θείαν γέννησιν ν π στ᾿ ρχοντικό σας.

στερα Δυσσέας ψαλε τ «Χριστς γεννται, δοξάσατε».

κείνη τν ρα κούσανε πάλι τ σκυλι ν γαβγίζουνε. Στείλανε τ παιδι ν δονε τί εναι. γέρας εχε μπουρινιάσει κ᾿ ρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σ λίγο πάψανε τ σκυλιά, κα γυρίσανε πίσω τ παιδιά.

π πίσω τος μπήκανε στ σπηλι τρες ντρες, πο φαινόντανε πς τανε θαλασσινοί, κα δυ καλόγεροι, βρεμένοι λοι κα ξυλιασμένοι π᾿ τ κρύο. Τος καλωσορίσανε, τος βάλανε κα καθήσανε.

Μόλις πγε κοντ στ φωτι πρτος, καπετάνιος, τν γνώρισε Μπαρμπάκος κ᾿ βγαλε μία χαρούμενη φωνή. τανε καπετάν-Κωσταντς Μπιλικτσς, πο ταξίδευε στν Πόλη. Εχε περάσει κι λλη φορ π τ Σκρόφα, κ᾿ εχανε δέσει φιλία μ τν Μπαρμπάκο, πο δν ξερε τί περιποίηση ν τος κάνει· ο λλοι δυ τανε γεμιτζδες κι ατοί, νθρωποι το καϊκιο του.

νας π τος καλόγερους, νας σωματώδης μ μαρα γένεια, μορφάνθρωπος, τανε πάτερ-Σίλβεστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. λλος τανε λιγνός, μ λίγες νάριες τρίχες στ πηγούνι, σν τν γιο Γιάννη τν Καλυβίτη. Τν λέγανε ρσένιο Σγουρή.

καπετάν-Κωσταντς ρχότανε π τν Πόλη κα πρε στ καΐκι τν πάτερ-Σίλβεστρο, πο εχε πάγει στν Πόλη π τ᾿ γιον ρος γι λέη, κ᾿ θελε ν κάνει Χριστούγεννα στν πατρίδα του. πάτερ-ρσένιος εχε ταξιδέψει μαζί του π τ Μον το Παντοκράτορας στ ρος, κ᾿ τανε π τ Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μ σν καβατζάρανε τν Κάβο-Μπαμπ, γέρας μπουρίνιασε, κι λη τ μέρα ρμενίζανε μ μουδαρισμένα πανι κα μ τν στάντζο, ς πο φτάξανε κατ τ βράδυ π᾿ ξω π τ Ταλιάνι.

καιρς σκύλιαξε κι καπετάνιος δν μπόρεσε νά μπε στ μπουγάζι, ν κάνουνε Χριστούγεννα στν πατρίδα.

ποφάσισε λοιπν ν ποδίσει, κα πγε κα φουντάρισε στ᾿ πάγκειο, πίσω π ναν μικρν κάβο, π κάτω π τ μαντρί.

Κ᾿ πειδ θυμήθηκε τν φίλο του τν Μπαρμπάκο, πρε τος γέροντες κα τος δυ λλους νοματέους κα τραβήξανε γι τ γίλι [=μαντρί]. Στ τσερνίκι εχανε φήσει τν μπαρμπ᾿ - πόστολο μ τν μοτσο.

Σν εδανε πς στ σπηλι βρισκότανε κι κύρ-Παναγς μ τν κύρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρ κα φασαρία.

«Μωρ ν δες», λεγε κύρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε τ τροπάρι, κι πάνω πο λέγαμε «ν ατ γρ ο τος στροις λατρεύοντες π στέρος διδάσκοντο...», φτάξατε κ᾿ σες ο μάγοι μ τ δρα!

Γιατί βλέπω μία νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσν κα λίβανον»!

«Χά! Χά! Χά!» - γελοσε δυνατ κύρ-Παναγής, μισομεθυσμένος κα ψευδίζοντας, κα χάϊδευε τν κοιλιά του, γιατί τανε καλοφαγς.

Στ μεταξ πάτερ - ρσένιος Σγουρς ζωντάνεψε καϊμένος, κ᾿ επε σιγαν χαμογελώντας κα τρίβοντας τ χέρια του:

«Δόξα σοι θεός, Κύριε μν ησο Χριστέ, πο μς λύτρωσες κ το κλύδωνος!» κ᾿ κανε τν σταυρό του.







πάτερ-Σίλβεστρος επε ν σηκωθονε ρθιοι, κ᾿ επε λίγες εχές, τ «Χριστς γεννται», κ᾿ στερα μ τ βροντερ φωνή του ψαλε:

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τν τιμιωτέραν κα νδοξοτέραν τν νω στρατευμάτων.
Μυστήριον ξένον ρ κα παράδοξον. Ορανν τ σπήλαιον, θρόνον χερουβικν τν Παρθένον, τν φάτνην χωρίον, ν νεκλήθη χώρητος Χριστς Θεός, ν νυμνοντες μεγαλύνομεν».

στερα καθήσανε στ τραπέζι.

Τέτοιο τραπέζι βλογημένο κα χαρούμενο δν γινε σ κανένα παλάτι. Τρώγανε κα ψέλνανε. Κα το πουλιο τ γάλα εχε πάνω, π τ μοσκοβολημένα τ᾿ ρνιά, τ τυριά, τ μανούρια, τς μυτζθρες, τς μπεκάτσες κα τ᾿ λλα πουλι το κυνηγιο, ς τ λακέρδα κα τ᾿ λλα τ πολίτικα πο φέρανε ο θαλασσινοί, καθς κα κρασ μπρούσικο.

ξω φυσομανοσε χιονις, κα βογγούσανε τ δέντρα κ᾿ θάλασσα π μακριά. νάμεσα στ βουΐσματα κουγόντανε κα τ κουδούνια π τ ζωνταν πο ναχαράζανε.

Μέσα π τ σπηλι βγαινε κόκκινη ντιφεγγι τς φωτις μαζ μ τς ψαλμωδίες κα μ τς χαρούμενες φωνές. Κι κυρ-Παναγς κλεβε κάπου-κάπου λίγον πνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ᾿ στερα ξυπνοσε κ᾿ ψελνε μαζ μ τ συνοδεία.

ληθινά, π τ Γέννηση το Χριστο δν λειπε τίποτα. λα πήρχανε:

τ σπήλαιο, ο ποιμένες, ο μάγοι μ τ δρα, κι διος Χριστς τανε παρν μ τος δυ μαθητές του, πο ελογούσανε «τν βρσιν κα τν πόσιν».

«Χριστούγεννα στην σπηλιά» ( από ένα βιβλίο του μεγάλου Μικρασιάτη συγγραφέα Φώτη Κόντογλου)