Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σήμερα τά Φώτα…. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σήμερα τά Φώτα…. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Σήμερα τα Φώτα, και ο φωτισμός, η χαρά μεγάλη και ο αγιασμός, κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό….





2009 - Ισραήλ, Ιορδάνης ποταμός!

Στό σημείο αυτό γίνονται συνήθως οί βαπτίσεις τών Χριστιανών...



Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
'Οργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.

'Αγιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.

Ν' ανεβώ στον ουρανό,
να μαζέψω ρόδα και λίβανο…

Τελειώνουνε και οί γιορτές του λεγόμενου 12ήμερου, πήραμε οπωσδήποτε μια χαρούμενη ανάσα τις μέρες αυτές, θυμηθήκαμε τά παλιά από επισκέψεις «Αθηναίων» στα χωριά και στην πολιτεία μας, ακούσαμε και τα κάλαντα, εκκλησιαστήκαμε, μετανοήσαμε για τις αμαρτίες μας ( κάποιοι λιγότερο – κάποιοι περισσότερο ), εξομολογηθήκαμε και τα κρίματά μας και κοινωνήσαμε ( κάποιοι σωστά και κάποιοι λάθος «είς κρίμα και κατάκριμα» πού λέει και ο ψαλμωδός… )

+++++++++++++++++++++


Αλλ΄ έν πάσει περιπτώσει, τώρα με την νέα χρονιά καιρός να δούμε και κάποια πράγματα πιο κατασταλαγμένα και φιλοσοφημένα, γιατί η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μόνο δουλειά, φαϊ, γλέντι, ποδόσφαιρο, γκόλ και φάουλ, και μάζεμα χρήματος δουλεύοντας σαν το σκυλί, χωρίς μιάς ώρας αναψυχή και ανάπαυση…

Πρίν λοιπόν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτών των ημερών, άς παρουσιάσουμε δύο ενδιαφέροντα κείμενα και άς ακούσουμε και δυό πνευματικά λόγια μήπως και κάτι ωφεληθούμε…


Το πρώτο αναφέρεται στα πνευματικά Φώτα και στον Αγιάνη τον Πρόδρομο πού βάπτισε τον Χριστό μας.


Και το δεύτερο περιγράφει τον εορτασμό των Φώτων στην Μικρά Ασία και συγκεκριμένα στο Αϊβαλί της Κυδωνίας.

Συγγραφέας του ο αείμνηστος μαέστρος της πένας αλλά και της Αγιογραφίας, ο Φώτης Κόντογλου!








Η βάπτιση τού Χριστού απ΄ τόν Αγιάννη τόν Πρόδρομο!












Τί ἦταν λοιπόν ὁ Ἰωάννης ο Πρόδρομος;

Ὅλοι οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες νὰ μαζευτοῦμε, δὲν κάνουμε οὔτε τὸ νυχάκι του. Ἦταν ἀσκητής• ἄνθρωπος οὐράνιος, μὲ σάρκα μὲν καὶ ὀστᾶ ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ σὰν ἄγγελος ἐπίγειος. Ἀπὸ παιδὶ ἀφιερώθηκε στὸ Θεό.

Μικρὸς πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ πῆγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε χρόνια.
Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία. Ποτό του ἦταν τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ, ποὺ ἔπαιρνε μὲ τὶς φοῦχτες. Τροφή του εἶχε ἀκρίδες, τὰ ἄκρα τῶν χορταριῶν, καὶ μέλι ἄγριο. Τὸ ροῦχο του ἦταν σκληρό, φτειαγμένο ἀπὸ τρίχες καμήλου, μὲ μιὰ ζώνη ἀπὸ δέρμα στὴ μέση.

Γιὰ κρεβάτι δὲν εἶχε μαλακὸ σουμιέ, ἀλλὰ τὴν ἄμμο. Στέγη – ὀ¬ροφή του εἶχε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.

Ἐμεῖς μιὰ Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲ μποροῦμε νὰ νηστέψουμε, κι αὐτὸς νήστευε ὅλη του τὴ ζωή• κρέας δὲν ἔτρωγε, κρασὶ δὲν ἔπινε. Συντροφιὰ εἶχε τὰ θηρία, ἐκεῖ στὸ μεγάλο πανεπιστήμιο τῆς ἐρήμου.


Ἔτσι ζοῦσε, ὅταν ἦρθε ἡ ὤρα καὶ πῆρε τὴν ἐντολή, ν᾽ ἀφήσῃ τὴν ἔρημο καὶ νά ᾽ρθῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Ἀπὸ τότε ἄρχισε ν᾽ ἀναγγέλλῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται, ἦρθε, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά μας. Δύο πράγματα συνιστοῦσε.

Τὸ πρῶτο.

Πιστεύετε στὸ Χριστό!

Γιατί ο Χριστός δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς γῆς. Εἶναι πολὺ παραπάνω. Εἶναι τόσο δυνατός, ποὺ τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ ἔκαψε τὴ γῆ. Εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του.


Πῆρα ἐντολὴ νὰ τὸν δείξω καὶ σᾶς τὸν δείχνω. Νάτον! Τὸν βλέπετε; δὲν φορεῖ στέμμα, δὲν ἔχει σπαθιὰ καὶ κορῶνες, δὲν ἔχει χρήματα. Εἶνε πτωχὸς – πάμπτωχος. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὸ ταπεινὸ αὐτὸ σχῆμα τοῦ ἐργάτου τῆς Ναζαρὲτ εἶνε «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29).

Εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Πιστεύετε σ᾽ αὐτὸν καὶ μόνο.

Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος• Ἑτοιμαστῆτε νὰ ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό.

«Μετανοεῖτε»!
(Μᾶρκ. 1,15), ἀκουγόταν ἡ φωνή του σὰν βροντή.

Τί θὰ πῇ «μετανοεῖτε»;


Ἀλλάξτε δρόμο.


Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας καὶ περιώδευα στὴν ὕπαιθρο (χίλια χωριὰ ἐπισκέφθηκα), πολλὲς φορὲς ἔχανα τὸ δρόμο καὶ στενοχωριόμουν.

―Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ δρόμος• γιὰ νὰ φτάσῃς ἐκεῖ ποὺ θέλεις θὰ πᾷς ἀπὸ ᾽κεῖ, μοῦ ἔδειχναν… Ἔτσι ἄλλαζα δρόμο.

Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔλεγε στὸν κόσμο, ποὺ εἶχε χάσει τὸ δρόμο του μέσα στὸ λαβύρινθο τῆς ἁμαρτίας• Ἀλλάξτε δρόμο• ὁ δρόμος ποὺ βαδίζετε ὁδηγεῖ στὴν κόλασι, ἐκεῖ θὰ καταλήξετε….

Ὑπάρχει δρόμος ποὺ φαίνεται στολισμένος μὲ ἄνθη, ἀλλὰ τὸ τέλος του εἶναι γκρεμὸς καὶ ἄβυσσος• εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας, τῶν διασκεδάσεων, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς κλεψιᾶς καὶ ἀτιμίας, τῆς ἐκμεταλλεύσεως, τῶν διαφόρων ἰδεῶν τοῦ κόσμου. Ἕνας δρόμος εἶναι ὁ σωστός, τοῦ Χριστοῦ.

«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14,6). Μετανοεῖτε λοιπόν, ἀλλάξτε δρόμο, ἀκολουθῆστε τὸ δρόμο ποὺ δείχνει τὸ ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ.


Αὐτὸ φωνάζει ὁ τίμιος Πρόδρομος. Καὶ προειδοποιεῖ• Ἂν δὲν μετανοήσετε ἀλλὰ μείνετε ἀναίσθητοι, νὰ ξέρετε• «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10). Ὅποιος φυτεύει δέντρο, περιμένει καρπό. Κ᾽ ἐμεῖς δέντρο εἴμαστε, ποὺ φύτεψε ὁ Θεός. Τί καρπὸ ἀποδίδουμε; Ἂν δὲν ἔχουμε καρπό, λέει ὁ Ἰωάννης, μᾶς περιμένει τσεκούρι καὶ φωτιά. Ἀφῆστε λοιπὸν τὴν ἁμαρτία.

Καὶ πίστευαν πολλοὶ στὸ κήρυγμά του. Πήγαιναν στὸν Ἰορδάνη, ἔμπαιναν μέσα, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ ἐξωμολογοῦντο. Ἔλεγαν ὅλα τὰ ἁμαρτήματά τους, καὶ δάκρυα κυλοῦσαν στὸ νερό.

Οἱ ἄλλοι ὅμως ἔμεναν ἀμετανόητοι• οὔτε στὸν Ἰωάννη οὔτε στὸ Χριστὸ πίστεψαν. Καὶ τιμωρήθηκαν. Διαβάστε τὴν ἱστορία.

Δὲν πέρασαν 40 χρόνια κ᾽ ἔπεσε φωτιά• κάηκαν τὰ Ἰεροσόλυμα, τὰ σπίτια καὶ ὁ περίλαμπρος ναὸς τοῦ Σολομῶντος (μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι ―ποὺ ἔχουν χρήματα― δὲν μποροῦν νὰ τὸν ξαναχτίσουν).

Τὸ εἶπε ὁ Χριστός• «Δὲ θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον» (Μᾶρκ. 13,2). Τὸ εἶπε καὶ ὁ Ἰωάννης• «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται».
* * *
Καὶ τώρα, ἀδελφοί μου, μολονότι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, προειδοποιῶ κ᾽ ἐγὼ σὰν τὸν Ἰωάννη καὶ φωνάζω• «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται». Ἀλλοίμονό μας.

Ἕνα εἶναι τὸ φάρμακό μας. Δὲν εἶναι τὰ κόμματα, οἱ ἰδεολογίες, τὰ συστήματα. Τὸ φάρμακο ποὺ θὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι τὸ «Μετανοεῖτε».

Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Ἀμερικὴ καὶ ῾Ρωσία, Εὐρώπη καὶ Βαλκάνια. Γιατὶ ὅλοι ἔχουμε τ᾽ ἁμαρτήματά μας• κανείς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος. Ἕνας μόνο εἶναι ὁ ἀναμάρτητος• ἐκεῖνος ποὺ μόλις μπῆκε στὸ νερό, ἀμέσως βγῆκε, «εὐθέως» ἐξῆλθε (βλ. Μᾶρκ. 1,10). Εἶναι ὁ Χριστός.

Δὲν εἶχε κανένα ἁμάρτημα•
βαπτίσθηκε γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξῃ τὴ θύρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.

«Μετανοεῖτε» λοιπὸν ὅλοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, ἀγράμματοι καὶ σοφοί, κλῆρος καὶ λαός. Ὅλοι ν᾽ ἀλλάξουμε δρόμο• ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἕνας εἶναι ὁ δρόμος ποὺ σῴζει, μόνο αὐτός, δὲν ὑπάρχει ἄλλος.

Διαφορετικά, τί μᾶς περιμένει; Μόνο ἁμαρτίες κάνουμε• βλαστήμιες, ψευδορκίες, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλεψιές, ἀτιμίες, καταχρήσεις, διαρρήξεις, ἐγκλήματα… Εἴμαστε δέντρα ἄκαρπα. Τί περιμένουμε; Τσεκούρι καὶ φωτιά. Δηλαδή;

Πόλεμος, πυρηνικὸς ὄλεθρος, μία βόμβα σὲ κάθε πρωτεύουσα, ποὺ θὰ πέφτῃ ἀπὸ τ᾽ ἀεροπλάνα, τὰ «μαυροπούλια» τοῦ θανάτου, καὶ σβήσαμε…

Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, ὅπως τότε ἄκουσαν τὸν Ἰωάννη καὶ ἐξωμολογοῦντο στὸν Ἰορδάνη, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Σᾶς καλῶ λοιπόν στὸν Ἰορδάνη• καὶ Ἰορδάνης σημαίνει μετάνοια…

Ὅλοι λοιπὸν στὴν ἐξομολόγησι, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ σωτηρία.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς• ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
( από μία παλαιότερη ομιλία τοῦ πρώην Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστῖνου Καντιώτη, στόν ἱερό ναὸ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Ἰτέας – Φλωρίνης 4-1-1987)

=======================


Τά Φώτα στ΄ Άϊβαλί...


Στα θαλασσινά τά μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. ΄Ετσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ' ήτανε ενα θέαμα έμορφο και παράξενο.

















Ξεκινούσε ή συνοδεία άπό τή Μητρόπολη.

Μπροστά πηγαίνανε τά ξαφτέρουγα και τά μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες μέ τόν δεσπότη, ντυμένοι μέ τά χρυσά τά άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμανδρίτες, γιατί ή πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τίς επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τήν Λειτουργία και πηγαίνανε οί παπάδες στη Μητρόπολη, για να γίνεται ή γιορτή πιο επίσημη.


Οί ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κι΄οί πιό καλλίφωνοι, και ψέλνανε μέ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελαθήκαμε και κάναμε τήν ψαλμωδία μας σαν άνάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. 'Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς…

Σαν φτάνανε στ΄ Αγγελή τόν Γιαλό, όπως λέγανε κείνη τήν ακρογιαλιά, ο δεσπότης μέ τους παπάδες άνεβαίνανε σέ μιά μεγάλη σανιδωτή σάγια-εξέδρα έμορφοσκαρωμένη, γιά να κάνουνε τόν Αγιασμό.

Ό κόσμος έπιανε τήν ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, γιά νά μπορεί να βλέπει. Τά σπίτια πού ήτανε ενα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οί γυναίκες θυμιάζανε άπο τά παραθύρια.

Άπό τό μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε και 100 καϊκια και βάρκες αμέτρητες, μέ τις πλώρες γυρισμένες κατά τό μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. ΄Ετσι πού ήτανε παραταγμένα τά καϊκια, μοιάζανε σαν άρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.

Πιό ανοιχτά, κατά τό πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τά μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. ΄Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ' ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ' αυτά τά μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιό πολλές φορές οί αντένες τών καραβιών ήτανε χιονισμένες, ενα θέαμα πολύ όμορφο. Επάνου στά ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια τών καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί.

Ή θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σέ πολλά καϊκια. Κρύο τάρταρος.

Στην κάθε βάρκα άπ΄ εκείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στεριά και περιμένανε να πέσει ό Σταυρός στή θάλασσα, στεκόντανε απο ένα - δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυό ήτανε στά κουπιά. Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν από ενα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι.

Οί πιο πολλοί ήτανε σαν θερία, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα άπό το κρύο. Τά ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια. Θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι μέ τ' αλάτι.

Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, ένα - δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου - κάπου τον σταυρό τους. Μα τό μάτι τους ήτανε καρφωμένο στό μέρος πού θά 'ριχνε τον Σταύρο ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Σωτήρης ό Μπεκός, ό Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ό Μπούμπας, ο Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ό Άρναούτης, ο παλαβό - Παρασκευάς και άλλοι.

Σαν να τους βλέπω μπροστά, μου. Ό Γιωργάρας ήτανε μια άνθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, μέ μουστάκια μαύρα, μ' έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ' ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ' ενα κοντάρι, λές κ' ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός.

Ό Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ενα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντό φάρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε άνεκούρκουδος-οκλαδόν, σκεπασμένος μέ τη γούνα του, μέ τό μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη.

Ό Παρασκευάς ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό - Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε άπό φυσικό του κόκκινο. Ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης, στό σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε άνεβασμένος απάνω στά ξάρτια σέ μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τό άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε!

Ό Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μόνος πού δε φορούσε βρακιά. Αύτός ήτανε εύρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυ¬τικό σκουφί. Στό κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στό σκέδιο. Τά χέρια του τά 'χε μπλεγμένα μπροστά στό στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κι΄έκανε και κάμποσα θεατρικά….

Σάν σίμωνε λοιπόν ή συνοδεία στή θάλασσα, κι ακουγότανε απο μακριά ή ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οί βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους και οί οί άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για νά 'ναι οί βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θά 'πεφτε ο Σταυρός.

΄Αλλοι φωνάζανε άπο τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι άνεβαίνανε στις κουπαστές για νά δούνε.

Τέλος φτάνανε οί στρατιώτες και ταχτοποιούσαν τόν κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τόν δρόμο νά περάσει ο δεσπότης, κι' έλεγε:

«Γιδλ βέριν έφεντιά!»—δηλαδή:

«Κά¬νετε δρόμο στον αφέντη!» Ό στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη καί οί ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές

«Έν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος τό 'ψελνε κι δ δεσπότης κι΄ έριχνε τόν Σταυρό στη θάλασσα.

Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οί βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε τά 'να τ' άλλο.

Οί πλώρες χτυπούσαμε ή μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οί βουτηχτάδες πέφτανε στό νερό κ' ή θάλασσα άφριζε σάν νά παλεύανε σκυλόψαρα.

Πολλοί άπ' αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν' ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο νά βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν νά το δεις.

΄Αξαφνα βγήκε ενα κεφάλι μέ κόκκινα γένεια κ' ενα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. ΄Ητανε ο παλαβό - Παρασκευάς. Μέ δυό - τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην άραξιά. ΄Εκανε μετάνοια και φίλησε τό χέρι του κι' έδωσε τον Σταυρό.

Ό δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τόν έβαλε στόν αση¬μένιο δίσκο κ' ύστερα έδωσε τόν δίσκο στόν Παρασκευά.


Οί ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ό κόσμος αλάλαζε, ύστερα ή συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά…

Ό Παρασκευάς θεόγυμνος, μέ τόν δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ' ερριχνε ό κάθε ένας ότι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, μέ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δ,έν άνεσήκωνε. ΄

Οπως ήτανε κοκκινογένης άστακόχρωμος, θα έλεγε κανένας πώς ήτανε ό Σκύθης Άνάχαρσις, πού γύριζε τόν χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ' οί Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν τό κούτελό του, πού δεν κρυώνει ποτές!


Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια καί τά καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στό πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από εκεί πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο !