Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

2020 --- Οι μέρες είναι «πονηρές»…





«Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν...» (επιστολή Αποστόλου Παύλου προς Ἐφεσ. 5,16)



Οἱ ἄνθρωποι, ἀγαπητοί μου, ἐκτιμοῦν τὴν ἀ­ξία τοῦ χρήματος. Ἀλλὰ τὴν ἀξία τοῦ χρόνου πόσοι τὴν ἐκτιμοῦν ὅπως πρέπει; 

Καὶ ὅμως ὁ χρόνος, ποὺ τρέχει ἀσταμάτητα, σὰν τὸ ῥεῦμα τοῦ πο­ταμοῦ, καὶ μᾶς φέρνει γρήγο­ρα ἀπὸ τὴ νηπιακὴ στὴν παιδικὴ ἡλικία, κι ἀπὸ τὴν παιδικὴ στὴν ἐφηβικὴ κι ἀπὸ τὴν ἐφηβικὴ στὴν ἀνδρικὴ κι ἀπὸ τὴν ἀνδρικὴ στὴ γεροντικὴ καὶ τέλος μᾶς ἁρπάζει καὶ μᾶς ῥίχνει στὴν αἰωνιότητα, εἶνε πολύτιμος. Εἶνε χρῆμα ἀνεκτίμητο. Ἀξίζει ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπὸ βουνὰ χρυσοῦ.


Καὶ ἂν τώρα δὲν ἐκτιμοῦν τόν χρόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὸν ἀφήνουν καὶ διαρρέει ἄσκοπα, μὴν ἀμφιβάλλετε, ὅτι θά ᾽ρθῃ καιρὸς ποὺ θὰ κλάψουν πικρὰ γιὰ τὸ χαμένο χρόνο, καὶ θ᾽ ἀναζητήσουν λίγο καιρό, λίγες μέρες, λίγες ὧ­ρες –τί λέω–, λίγα λεπτά, μὰ δὲν θὰ τὰ ἔχουν...

Ὁ χρόνος φεύγει ἀνεπιστρεπτεί, σὰν τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ ποὺ δὲν γυρίζει πίσω. Καὶ ὅμως πόσο ἀπερίσκεπτα τὸν μεταχειρίζονται σήμερα οἱ ἄνθρωποι!

* * *

Κάποτε, λένε, καθώς ἄνοιξε τὸ παράθυρο ἑνὸς ἀρ­χοντικοῦ, βγῆκε από μέσα κάποιος ποὺ κρα­τοῦσε ἕνα σάκο γεμᾶτο χρυσᾶ νομίσματα κι ἄρ­χισε ἕνα – ἕνα νὰ τὰ πετάῃ ἔξω, μέχρι ποὺ τὰ ἔρριξε ὅλα κι ὁ σάκος ἄδειασε. Ἔτρεξε κόσμος καὶ μάζευε τὰ νομίσματα… 
Τί εἶχε συμβῆ· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε τρελαθεί καὶ δὲν ἤξερε τί κάνει.
Σπάνιο, πολὺ σπάνιο, θὰ πῆτε, νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ τὸ σπάνιο, ἄνθρωπος ποὺ παραφρο­νεῖ καὶ πετάει τὰ χρήματά του καὶ γελάει καὶ διασκεδάζει, αὐτὴ ἡ ἀπίθανη περίπτωσι, εἶνε παράδει­γμα – εἰκόνα θα λέγαμε μιᾶς πραγματικότητος στὴν ὁ­ποία ζῇ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος...  

Δὲν εἶνε βέβαια ὅλοι αὐτοὶ παράφρονες, εἶνε λογικοί. Καὶ ὅμως αὐτοὶ οἱ λογικοί, ποὺ δὲν ἀποκλείεται νά ᾽νε καὶ ἐπιστήμονες καὶ μάλιστα διεθνοῦς φήμης, διαπράτ­τουν μιὰ ἀφροσύνη χειρότερη ἀπὸ τοῦ παράφρονος ποὺ παραπάνω εἴπαμε...

Τί εἴμαστε ὅλοι, ἐδῶ πάνω στὴ γῆ; ἰδιοκτῆτες; αἰώνιοι κάτοικοι; Ὄχι, ἀλ­λὰ «πάροικοι καὶ παρεπίδημοι» (Α΄ Πέτρ. 2,11). Λίγο θὰ μεί­νουμε, μή το ξεχνάμε...  
Ἡ Γῆ εἶνε ἕνα μεγάλο ξενοδοχεῖο, ἕνα ἀρχοντικό, ποὺ μένουμε προσωρινά. Δόθηκε στὸν καθένα μας ὡρισμένος χρόνος. Αὐτὸς ὁ χρόνος εἶνε ὅπως ὁ σάκος μὲ τὰ χρυσᾶ νομίσματα τοῦ παράφρονος πού λέγαμε. Χρυσᾶ νομίσματα εἶνε οἱ ὧρες τῆς παρούσης ζωῆς.
Ἄνθρωπε θνητέ, μὲ μία καὶ μόνο ὥρα, ἂν τὴν χρησιμοποιήσῃς σωστά, ἀγοράζεις τὸν Οὐρανό! Πρόσ­εξε λοιπὸν πῶς θὰ χρησιμοποιήσῃς τὶς ὧρες τῆς ζωῆς σου. Ἀλλὰ τί βλέπουμε; Οἱ ἄνθρωποι, ἀντὶ νὰ κάνουν καλὴ χρῆσι τοῦ χρόνου τους, τὸν σπαταλοῦν ἀπερίσκεπτα. Ἀνοίγουν κι αὐτοὶ τὸν σάκο τῶν χρυ­σῶν νομισμάτων, καὶ πετοῦν πρὸς τὰ ἔξω ἀσκόπως ὅλο τὸν πλοῦτο τους...


Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σπαταλάει ἄσκοπα καὶ μάταια τὸ χρῆμα, λέγεται ἄσωτος. Ὅλοι τὸν κακίζουν. Ἀκοῦς ἐκεῖ τὸν ἄθλιο! λένε, νὰ κληρονομή­σῃ ἀπ᾽ τὸν πατέρα του τόσες λίρες καὶ νὰ τὶς σπαταλήσει ! Μά αὐτὸς θέλει κρέμασμα… 
Ἀλλὰ, μεγαλύτερος ἄσωτος καὶ ἄξιος μεγάλης τιμωρίας εἶνε ἐ­κεῖνος ποὺ σπαταλάει μάταια ὄχι χρῆμα ἀλλὰ τὸν χρόνο. Διότι χρῆμα ποὺ ἔχασες μπορεῖς νὰ τὸ ξαναποκτήσῃς, ἀλλὰ χρόνο ποὺ ἔφυγε σὲ ματαιότητες καὶ τρέλλες, εἶνε ἀδύνατον.  
Ἄνθρωποι, μὴν κλαῖτε τὰ χρήματα ποὺ χάσατε· κλάψτε μόνο πικρὰ για τὸ χρόνο ποὺ χωρίς νόημα σπαταλήσατε. Σεῖς, οἱ σπάταλοι τοῦ χρόνου, εἶστε οἱ μεγαλύτεροι ἄσωτοι.

* * *

Τὴν ἀξία τοῦ πολυτίμου χρόνου ὑπογραμμίζει καὶ ὁ Απόστολος Παῦλος μὲ τὰ λόγια «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ. 5,16). 
Τί σημαίνει τὸ «ἐξαγοραζόμενοι»; 
Ὄχι, ὅπως τὸ ἑρμηνεύουν οἱ ἰδιοτελεῖς καὶ καιροσκόποι, νὰ κάνουμε δηλαδὴ ἀβαρίες στὴ συνείδησί μας, συμβιβασμοὺς μὲ τὴν ἀδικία καὶ τὴν παρανομία, νὰ προσ­ποιούμεθα καὶ νὰ ὑποκρινώμαστε, νὰ γινόμαστε ἀνεμοδεῖκτες σὲ κάθε πνοὴ ἀνέμου γιὰ νὰ τὰ βολεύουμε καὶ νὰ περνᾶμε καλὰ τὴ ζωή μας, ἀπολαμβάνοντας τὰ ἀγαθὰ μὲ ἄνεσι καὶ εἰρήνη γιὰ πολλὰ χρόνια μὲ εὐτυχία. Ὄχι τέτοια, όχι .
Δὲν μᾶς θέλει ὁ Θεὸς νὰ εἴμαστε «ποικίλοι καὶ παντοδαποί», ὅπως ὁ χαμαιλέων, τὰ γνωστὸ ἑρπετὸ ποὺ ἀλλάζει χρῶ­μα ἀνάλογα μὲ τὸ ἔδαφος ποὺ βρίσκεται. 
«Ἐξαγο­ραζόμενοι τὸν καιρὸν» σημαίνει, νὰ μὴν κοιμόμα­στε, νὰ εἴμαστε πάντα σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορσι, νὰ μένουμε ἄγρυπνοι φύλακες τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, καὶ πνευματικὰ πάνοπλοι νὰ κατοπτεύ­ουμε τὸν περίγυρό μας, νὰ βλέπουμε «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3), νὰ κάνουμε φρόνιμη καὶ συνετὴ χρῆσι τοῦ χρόνου.


Ἂς ἐξηγήσουμε όμως λίγο πιὸ ἀναλυτικά, ποιές εἶνε αυτές οἱ «πονηρὲς ἡμέρες».
Καθὼς ὁ χρόνος κυλάει, φέρνει εὐκαιρίες γιὰ πνευματικὴ πρόοδο, γιὰ ἐκτέλεσι καλῶν ἔργων.

Γίνεται π.χ. στὴν πόλι μας κάποιο ξεχωριστό κήρυγμα; περνάει ἀπ᾽ τὸ χωριό μας ένας ἱεροκήρυκας ἢ ένας καλός  πνευματικὸς ποὺ μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ Εξομολόγησι; 
Βρίσκον­ται περιπτώσεις ἀσθενῶν καὶ φτωχῶν ἀδελφῶν μας ποὺ χρειάζονται ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ βοήθεια; ἢ ὑπάρχει κάποια ἐργασία ποὺ πρέπει νὰ τὴν κάνου­με πάσῃ θυσίᾳ; ἔτσι κι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ κυνηγάῃ τὶς εὐκαιρίες καὶ ἄγρυπνος νὰ ἐκμεταλλεύεται ὅλα ἐκεῖνα ποὺ συν­τελοῦν στὴν πνευματική του πρόοδο καὶ στὸ καλὸ τοῦ πλησίον μας.


Ἀλλὰ ὁ χρόνος δὲν φέρνει μόνο εὐκαιρί­ες γιὰ τὸ καλό· παρουσιάζει καὶ σκάνδαλα καὶ δυσ­τυχίες καὶ τραγικότητες. Ὄχι ὅτι φταίει ὁ χρόνος γιὰ τὰ σκάνδαλα, τὶς δυστυχίες καὶ τραγικότητες τῆς ζω­ῆς· ὄχι. 
Τὸ κακὸ δὲν τὸ φέρνει ὁ χρόνος, δὲν ὑ­πάρ­χουν «ἀποφράδες» ἡμέρες καὶ ὧρες ποὺ πρέπει κανεὶς ν᾿ ἀποφεύγῃ. Δημιουργὸς τῶν κακῶν δὲν ­εἶνε ὁ χρόνος, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸς μὲ τὶς κα­λὲς ἢ τὶς κακὲς πράξεις του κάνει καλὲς ἢ κα­κὲς τὶς ἡμέρες.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ τὴν πιὸ λαμ­πρὴ ἡμέρα τοῦ χρόνου, τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὰ κακουργήματά του νὰ τὴ μεταβάλει σὲ ἡμέρα συμφορᾶς καὶ δυστυχίας. Αὐτὸς δίνει περιεχόμενο στὸ χρόνο καὶ τὸν γεμίζει ἢ μὲ την ἀρετὴ ἢ μὲ τὴν κακία του. 
Καὶ ἂν σὲ μία περίδο οἱ κακοί, οἱ ἀ­σεβεῖς καὶ παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἔ­χουν αὐξη­θῆ κι ἀποτελοῦν τὴν πλειονότητα τῆς κοινωνίας καὶ κυριαρχοῦν σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, καὶ κατατρέ­χουν κάθε εὐσεβῆ καὶ ἐνάρετο, τότε ἡ ἐποχή, οἱ ἡ­μέρες ποὺ τὸ κακὸ θριαμβεύει στὸν κόσμο, λέγον­ται «ἡμέρες πονηρές». 
Τότε τὸ πεδίο δράσεως τοῦ καλοῦ περιορίζεται· τὸ καλό, ἡ πίστι καὶ ἡ ἀρετή, κα­ταδιώκεται, ἔχουμε διω­γμοὺς εὐ­σεβῶν καὶ αἵματα μαρτύρων καὶ σταυροὺς καὶ κρεμάλες δικαίων.


Νὰ φυλάξουμε όμως τὴν πίστη μας στον Χριστό ! Σὲ περίοδο τέτοιων πονηρῶν ἡμερῶν ἂς προσέξουν οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ «ἐξ­αγοράζουν τὸν καιρό». Πῶς; Κάνοντας φρόνιμη (=μυαλωμένη) καὶ συνετὴ (=σοφή) χρῆσι τοῦ χρό­νου κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «Γίνεσθε φρό­νιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀ­κέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. 10,16). Ἡ φρόνησις τοῦ φιδιοῦ ὅταν τὸ χτυπή­σουν εἶνε νὰ προφυλάξῃ τὸ κεφάλι του, καὶ ἡ φρόνησις τοῦ πιστοῦ σὲ καιρὸ διωγμοῦ εἶνε νὰ προφυλάξῃ τὸ σπουδαιότερο ἀπ᾽ ὅλα, αὐτὸ ποὺ ἂν τὸ χάσῃ ἔχασε τὸ πᾶν· καὶ αὐτὸ εἶνε ἡ πίστις του. Τὴν πίστι του δὲν θὰ τὴν προδώσῃ ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ· θὰ τὴν φυλάξῃ μὲ κάθε θυσία.
Καὶ ὅπως ὅ­ταν πιάσῃ φωτιὰ σ᾽ ἕνα σπίτι καὶ καίγονται τὰ πάν­τα, ὁ ἰδιοκτήτης θὰ προσπαθήσῃ νὰ σώσῃ ὅ,τι εἶνε τὸ πολυτιμότερο ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ ὁ πιστός. Ὅταν ὁ διάβολος βάλῃ φωτιὰ καὶ καίει τὰ πάντα, ὁ πιστὸς θὰ κρατήσῃ τὴν πίστι του καὶ θὰ διαφύγῃ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὶς φλόγες τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπιστίας ποὺ καίγεται. Καὶ ὅπως ὅταν κάποιος ληστὴς μπῇ μέσα σ᾽ ἕνα σπίτι καὶ ἀπειλήσῃ μὲ θάνατο τὸ νοικοκύρη, αὐτὸς γιὰ νὰ σώσῃ τὴ ζωή του τοῦ παραδίδει ὅλα τὰ χρήματα, ἔτσι καὶ ὅταν ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων μας κακοποιοὶ καὶ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι κυριαρχοῦν καὶ ἐξουσιάζουν, τότε ὅλα μποροῦμε νὰ τοὺς τὰ δώσουμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀρετή. Αὐτὸ συμβουλεύει ὁ Άγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός·


«Τοῦτο σᾶς λέγω καὶ σᾶς παραγγέλλω· κἂν ὁ οὐρανὸς νὰ κατέβῃ κάτω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνέβῃ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάσῃ, καθὼς μέλλει νὰ χαλάσῃ, σήμερον – αὔριον, μὴ σᾶς μέλῃ τί ἔχει νὰ κάμῃ ὁ Θεός. 
Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλει· Δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο, ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ ἐπάνω σας, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δύο νὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε…
Τώρα χρειάζεται ἡ πίστις. Διὰ τοῦτο, ἀδελφοί μου, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι οἱ χριστιανοὶ ὁποὺ πιστεύουν τώρα, καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἀπίστους. Καλύτερα νά μὴ εἶχον γεννηθῆ εἰς τὸν κόσμον» (βλ. ἡμέτ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Διδ. Δ΄, ἔκδ. «Σταυρός», Ἀθῆναι 201331, σσ. 180-181).

* * *

Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μας. Κανείς, ἀγαπητοί μου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ ὅτι ζοῦμε σὲ ἡμέρες πονηρές. Τὸ κακὸ ἔχει ὑψώσει τὸ κεφάλι μὲ θράσος. Μεγάλα πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ σκάνδαλα συν­ταράσσουν τὸν τόπο. Ἡ πατρίδα σείεται ἐκ θε­μελίων. Καὶ μόνο ἡ Ἑλλάδα; Ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη συνταράσσεται. Οἱ πιστοὶ ἀνὰ τὸν κόσμον ἀποτελοῦν μία ἐλάχιστη μειονότητα.

Νὰ ἔχουμε πίστι στὸν Κύριο. Οἱ πονηρὲς ἡμέρες θὰ τελειώσουν ὁπωσδήποτε. Λαμπρὲς ἡμέρες θὰ ἔρθουν, ἂν ὄχι ἐδῶ στὴ γῆ, ἀσφαλῶς ἐκεῖ στὸν οὐρανό. Μὴ λησμονοῦμε ποτέ ὅτι εἴμαστε «ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,13. Γέ. 23,4). 
Μὴν περιορίσουμε μόνο ἐδῶ, στὰ στενὰ ὅρια τοῦ παρόντος βίου, τοὺς πόθους μας γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε βεβαίως χρέος νὰ ἐργαζώμεθα· ἂς ἀτενίζουμε μὲ τὴν πίστι μακριά, πολὺ μακριά, καὶ ἂς λέμε κ᾽ ἐμεῖς ὅ,τι ἔλεγε καὶ ὁ ἀρ­χαῖος φιλόσοφος Ἀναξίμανδρος δείχνοντας τὰ ἀστέρια· «Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου».


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος