Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ένας μαέστρος διδάσκει την Άννα ! Άννα, Άννα, είσαι εδώ ; ( να μας ακούσεις ; )







Από μικρό κι΄ από "τρελλό" μαθαίνεις τήν αλήθεια...





Είναι γεγονός ότι η γλώσσα του Νεοέλληνα τα τελευταία 35 χρόνια ( και ελπίζω μέσα σ΄ αυτά να πιάνω και τον μακαρίτη τον Ράλλη, Υπουργό τότε Παιδείας και Θρησκευμάτων ), έχει υποστεί την μεγαλύτερη κακοποίηση όλων των περασμένων εποχών…

Όποια Κυβέρνηση κι΄ αν ανέβαινε ( κι΄ όποια κι΄ αν ανεβεί ), κακή συνήθεια τόχει, να κάνει πειράματα με την Παιδεία.

Αποτέλεσμα αυτών των πειραμάτων, των φανφαρονισμών, και των διαβουλεύσεων «για το καλό της Παιδείας», είναι αυτή η α-παιδεία πού σήμερα βιώνουμε πού ούτε σε Τριτοκοσμικές χώρες δεν υπάρχει…

Ο νέος τίτλος « και διά βίου μάθησης » πού έχει κοτσάρει η Άννα δίπλα στο παλαιό Υπουργείο Παιδείας, για να δείξει ντέ και καλά ότι από «εμένα και πέρα τώρα όλα αλλάζουν» και ότι «από εμένα και πέρα θα μετράμε τώρα τον χρόνο και τις εποχές…», δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας κρεμασμένος γκαζοντενεκές στην ουρά μιάς ψόφιας γάτας πού την αμόλυσαν να κάνει κρότο και θόρυβο ότι ντέ και καλά θα έχουμε τώρα σπουδαίο έργο…




++++++++++++++++


Το έργο της υποβαθμισμένης Παιδείας μας όμως, φαίνεται ότι άναψε και τα λαμπάκια κάποιων συνθετών – τραγουδιστών  πού όσο να το κάνεις ασχολούνται με την προφορά και την διατύπωση του έντεχνου λόγου ( αφού έχουν πάθει μουγκαμάρα οί Ακαδημίες, οί "πνευματικοί άνθρωποι" ( ; ) συγγραφείς καί λογοτέχνες, καθώς καί τα "Πνευματικά" ( ; ) ιδρύματα τής χώρας ).

Ένας απ΄ αυτούς είναι και ο Νιόνιος, ή Διονύσιος Σαββόπουλος κατά την επίσημη διατύπωση πού αν και σαματατζής τώρα έχει ένα νηφάλιο λόγο να μας πεί για την ορθογραφία και την γλώσσα την Ελληνική. 

Αυτόν, τόν έξτρα - λόγο λοιπόν τού Σαββόπουλου, "περί τόνων, Ορθογραφίας, καί  γλώσσας Ελληνικής" μάς τόν έστειλε ένας καλός φίλος. Μάς έκανε εντύπωση καί τόν δημοσιεύουμε.

Διονύση, σ΄ ακούμε !


Τα Ελληνικά είναι ένα τραγούδι…

« …Πρέπει να σας πω ότι δεν ήμουν πάντοτε υπέρ των τόνων.

Τούς θεωρούσα διακοσμητικά στολίδια, κατάλοιπα άλλων εποχών, που δεν χρειάζονται πια. Και καθώς δεν ήμουν ποτέ καλός στην ορθογραφία, το μονοτονικό με διευκόλυνε…

Βέβαια, η γλώσσα χωρίς τόνους φάνταζε στα μάτια μου σαν σεληνιακό τοπίο, αλλά νόμιζα ότι αυτό ήταν μια προσωπική μου εντύπωση, θέμα συνήθειας. Ώσπου συνέβη το εξής:

Είχα βρεθεί για ένα διάστημα ν’ ακούω συστηματικά, καινούργια ανέκδοτα τραγούδια, επωνύμων και ανωνύμων, για λογαριασμό τής δισκογραφικής εταιρείας “ Λύρα”, προκειμένου αυτή να τα ηχογραφήσει ή να τα επιστρέψει στους συνθέτες.





Είναι δύσκολο ν’ απορρίπτεις και ακόμα δυσκολότερο να εξηγείς το γιατί. Όταν βέβαια το τραγούδι είναι τετριμμένο ή άτεχνο, η εξήγηση είναι εύκολη. Μού συνέβη όμως να δω τραγούδια όπου οι στίχοι δεν ήταν άσχημοι και η μουσική δεν ήταν τυχαία, επιπλέον ταίριαζε θεματικά και με τους στίχους. 

Κι όμως, το τραγούδι συνολικά δεν “ κύλαγε” όπως λέμε ( οπότε το επιστρέφαμε στον ενδιαφερόμενο με διάφορες ασάφειες και υπεκφυγές ).

Το πράγμα αυτό πολύ με απησχόλησε…


Έφερνα στο μυαλό μου μεγάλες ωραίες επιτυχίες, παλιά τραγούδια (…) και τα συνέκρινα μ’ αυτά που απέρριπτα, ώσπου μετά από μήνες διεπίστωσα κάτι πολύ απλό: 

Όταν μια μουσική μετατρέπει συστηματικά τις μακρές συλλαβές σε βραχείες ή όταν ανεβάζει την φωνή εκεί όπου υπάρχει απλώς μια περισπωμένη, ενώ την κατεβάζει συστηματικά εκεί που υπάρχει ψιλή οξεία, όταν δηλαδή η μουσική κινείται αντίθετα -προσέξτε, αντίθετα όχι στο ρυθμό τού ποιήματος, αλλά αντίθετα στις αναλογίες τονισμού και αντίθετα στην ορθογραφία του- τότε όσο έξυπνη και να ‘ναι, κάνει το τραγούδι δυσκίνητο και ασθματικό.

Στα πετυχημένα τραγούδια δεν συμβαίνει αυτό. Βέβαια, όταν γράφει κανείς πάνω σ’ ένα ρυθμό ή σ’ ένα μουσικό δρόμο, πρέπει να ακολουθήσει τα καλούπια τους, οπότε θα υπάρχουν σημεία όπου αυτή η πείρα που περιέγραψα, δεν τηρείται.

Αυτό όμως θα συμβεί μόνον όταν δεν γίνεται αλλιώς. Και πάντα η βιασμένη λέξη θα τοποθετείται έτσι ώστε να προηγούνται και να έπονται επιτυχείς στιγμές, ώστε να μειώνεται η εντύπωση τής ατασθαλίας, η οποία έτσι συνδυασμένη ωφελεί, διότι το τραγούδι αλλιώς θα ήταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δεν το είχα προσέξει. Και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι οι τόνοι και τα πνεύματα ίσως να μην ήταν διακοσμήσεις, ίσως να είχαν λόγο.(…)

Μέσα στο στούντιο είχα και δύο εκπλήξεις. Να η πρώτη:

Προσπαθώντας να ακούσω την διαφορά οξείας και περισπωμένης, διάβασα την φράση: 

“ Λυγά πάντα η γυναίκα”. Το “ πάντα” ακούγεται ψηλότερα από το “ λυγά” που παίρνει περισπωμένη. “ Λυγά πάντα η γυναίκα’ ακούγεται όμως περιέργως ψηλότερα κι από το “ γυναίκα”, που όμως παίρνει οξεία.

Γιατί άραγε; 

Τηλεφώνησα σ’ έναν φίλο και έμαθα ότι η “ γυναίκα” οφείλει να παίρνει παρισπωμένη, διότι είναι τής τρίτης κλίσεως, η οποία όμως καταργήθηκε, γι’ αυτό πήρε οξεία η “ γυναίκα”.

Να λοιπόν, που από άλλο σημείο ορμώμενος, αναγκάστηκα να συμφωνήσω ότι κακώς καταργήθηκε η τρίτη κλίση αφού στην φωνή μας εξακολουθεί να υπάρχει “ Λυγά πάντα η γυναίκα” λοιπόν και παίρνει και περισπωμένη.

Η δεύτερη έκπληξη: Έδωσα σ’ έναν ανύποπτο νέο, που παρευρισκόταν στο στούντιο, να διαβάσει λίγες φράσεις. Εκεί μέσα είχα βάλει σκοπίμως την ίδια λέξη ως επίθετο και ως επίρρημα, διότι είχα πάντα την περιέργεια να διαπιστώσω αν προφέρουμε διαφορετικά το ωμέγα από το όμικρον. Ακούστε τις φράσεις:

Είν’ ακριβός αυτός ο αναπτήρας. Ας μην είν’ ωραίος, έχει την αξία του. Ναι, ακριβώς αυτό ήθελα να πω”.
Ακουστικώς δεν παρατήρησα διαφορά. Έκοψα τις δύο λέξεις και τις κόλλησα την μία κατόπιν της άλλης. Ακούστε το!

“ Ακριβός ( με Όμικρον, πού έχει σχέσει με τιμή προϊόντος), καί ακριβώς ( με Ωμέγα πού έχει σχέσει με την ακρίβεια και γνησιότητα των λόγων πού λέμε )

Ελάχιστη διαφορά στο αυτί’ ο ηχολήπτης μόνον επέμενε ότι το δεύτερο είναι κάπως πιο φαρδύ. 

Ας το ξανακούσουμε:
“ Ακριβός… ακριβώς”.

Ασήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τον παλμογράφο. Να το διάγραμμα του επιθέτου ακριβός, όπως προέκυψε, και να το πολύ πλουσιότερο τού επιρρήματος. Δεν είναι καταπληκτικό;

Όταν το είδα, τα μηχανήματα του στούντιο μού φάνηκαν σαν όργανα του παραμυθιού. 

Ο παλμογράφος μού φάνηκε σαν μια σκαπάνη που, κάτω από το έδαφος της καθημερινής ομιλίας, ανακαλύπτει αυτό που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, έστω μέσα σε χειμερία νάρκη, αυτό που συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να μνημειώσουν οι Αλεξανδρινοί δύο χιλιάδες χρόνια πριν.

Τίποτε δεν χάθηκε.

Όλα υπάρχουν.

Αρκεί να προσέξουμε αυτό το τραγούδι της καθημερινής ομιλίας που πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσά μας. Ακούστε πώς ηχούν οι τονισμοί. Ακούστε τα μακρά. Ακούστε την λαϊκή τραγουδίστρια πώς αποδίδει το ωμέγα, ή την ψιλή οξεία (…).

Τέλος, ακούστε την θεία φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου, την παράξενη απαγγελία που κυνηγά την λάμψη της οξείας, τον πλούτο της διφθόγγου, τους τόνους και την ορθογραφία, σαν μουσικά σύμ-βολα μιάς φωνής που προϋπάρχει αδιάκοπα και οδηγεί το ποίημα.(…)

Δεν περιφρόνησα καμμιά άποψη και δεν κολάκευσα καμιά. Προσπάθησα να πω τρείς φορές τρείς αλήθειες.

Πρώτον: Τα Eλληνικά είναι τραγούδι. Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να απλοποιήσει ένα τραγούδι ή να το δει πρακτικά. Γιατί να δούμε λοιπόν τα ελληνικά, πρακτικά;

Δεύτερον: Όποιος σταθεί αλαζονικά απέναντι στα ρεφρέν που τον ψυχαγώγησαν διά βίου, στρέφεται εναντίον της προσωπικής του ιστορίας και πίστης. Τα ίδια μπορεί να πάθει ένας λαός με την γλώσσα. Ιδίως αν η γλώσσα του είναι τα ελληνικά.

Τρίτον: Τα Eλληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα. Κανείς δεν τα βγάζει πέρα με τα Eλληνικά. Απέναντι στα Eλληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι και αγράμματοι. Αλλά τί να γίνει;

Σημασία έχει η συνείδηση πού έχουμε ότι τα μιλάμε, όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι.

Ευχαριστώ.

http://filologos10.wordpress.com


Δεν υπάρχουν σχόλια: